Στον κύκλο μου πλέον γνωρίζουν πόσο αγαπώ την ιστορία των λέξεων και τα έτυμά τους. Πριν λίγες μέρες ένας φίλος μου ζήτησε να ασχοληθώ με την λέξη λάκκος και πιθανή συγγένεια με το Αγγλικό lack (έλλειψη). Αναρωτηθήκαμε για πιθανά ομόηχα, όπως το Luck και το lacquer (λάκα). Ξεκίνησα λοιπόν και έμπλεξα σε ένα δαίδαλο που με πήγαινε μια στην Περσία και μια στα Σανσκριτικά. Έφτασα σε κάποια συμπεράσματα και θα προσπαθήσω πολύ να τα βάλω σε μια τάξη. Ένιωθα να "σκάβω", ή σα να τραβάω "λαχνούς", αφού κάθε λέξη με οδηγούσε σε διαφορετική ή παρόμοια προέλευση.
λάκκος < αρχαία ελληνική λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)
και το *lókus αποδίδει σε διάφορες γλώσσες το κέλτικο loch, το Λατ. Lacus, και διάφορα γερμανικά παράγωγα με την ίδια σημασία είτε λίμνη, είτε λακούβα.
Η λακούβα τώρα < σλαβική локва / lokva < πρωτοσλαβική * loky < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lokus Είναι δηλαδή ομόριζα με τον λάκκο. Η τροπή του ο>α θεωρείται βασική στην Ινδοευρωπαϊκή θεωρία και η υπόθεση είναι ότι έχει συμβεί σε διαφορετικούς χρόνους στις διάφορες γλώσσες.
Σκέφτηκα μετά να εξετάσω το λαγούμι, οι Έλληνες γλωσσολόγοι δίνουν την παρακάτω ετυμολογία και σταματούν εκεί.
λαγούμι <τουρκική lağım < αραβική لغم(laġam). Οι Άραβες όμως που τους νοιάζει η δικιά τους ετυμολογία επεκτείνουν την ιστορία της λέξης προς τα αρχαία Ελληνικά:
"From Ancient Greek λαχαίνω (lakhaínō, “to dig, to excavate”), from Ancient Greek λαχών(lakhṓn, “to obtain, to draw, to receive”), ultimately from Proto-Indo-European *lēk-(“string, twig, tendril”) from the pulling out of lots or herbage from the soil."
Καταλήγουμε όμως σε άλλη υπόθεση ΠΙΕ ρίζας, αυτή της *lēk-. Αυτή την αναπαραγωγή μόνο στους Άραβες την πετυχαίνω και πιθανολογώ ότι είναι λανθασμένη
Το λαχαίνω και λαχών όμως με παραπέμπουν στο λαχνό και το επιλαχών, που βρήκαν οι άραβες το σκάβω;
Πράγματι ερευνώ το λαχείο και το λαχνό < ρίζα λαχ- από το λαγχάνω που σημαίνει "παίρνω με κλήρο", δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο.
Εξετάζω το λαχαίνω και βγαίνει επίσης από το λαγχάνω, σημαίνει "αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση", τυχαίνω αλλά και σκάβω. Σκάβω επειδή αφαιρώ μερίδιο του όλου τμηματικά, κάνω δηλαδή νομή (οικονομία σημαίνει νομή τα του οίκου), διανέμω το χώμα, την ύλη από το έδαφος.
Παράγωγό του λαχαίνω είναι το λάχανο. < αρχαία ελληνική λάχανον < λαχαίνω (σκάβω)
Ο κλήρος, όπως και η ψηφοφορία όμως στην αρχαιότητα επίσης γινόταν με πέτρες και οβολούς ή όστρακα, γνωστό και το εξοστρακίζω, ψηφίζω (από την ψήφο / ψηφίδα δηλαδή μικρά σφαιρίδια) με όστρακα ενός χρώματος ή του άλλου, με αποτέλεσμα αυτός που καταψηφίστηκε να εξοστρακιστεί.
Το διανέμω παραπάνω όμως μου θύμισε τους Λακεδαίμονες, όπου βρίσκουμε πάλι το λακ- από το λαχαίνω. Οι φιλόλογοι τώρα το ετυμολογούν είτε με το δαίμων είτε με το δάμος (δήμος στη δωρική).
δαίμων < αρχαία ελληνική δαίμων, Θεός, Μοίρα (παράγεται από το ρ. δαίω : μοιράζω στον καθένα την τύχη του).)
Παραθέτω για το δέω: "Ἐτυμ.: κατὰ τινας ἐκ ῥ. δα- τοῦ δαίω=μοιράζω, τρόπον τινὰ δαίμων=ὁ διαμοιραστής, πρβλ. Ἡσυχ. «ἰσοδαίτης ὑπ’ ἐνίων ὁ Πλούτων» ἡ=ὁ λαχὼν, ὁ κληρωθεὶς κατὰ τὴν διανομήν, κλῆρος, τύχη΄ < *dei-, πρβλ. δαίομαι καὶ ἀγγλοσαξ. tima, ἀγγλ. time (χρόνος), παλ-γερμ. *tῑman- (περίοδος) < ἰαπ. *di-. "
για το δῆμος τώρα <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- που στα Ελληνικά δεν είναι άλλο από την ρίζα δα- τοῦ δαίω όπως και παραπάνω.
Είτε με την μία είτε με την άλλη ετυμολογία, Λάκεδαίμωνες είναι αυτοί που έλαβαν γή από κλήρο, πιθανότατα λοιπόν οι "κληρονόμοι".
Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ σε νοηματική αντιπαράθεση το Αγγλικό lottery (είδος κλήρωσης) και "a lot" (πολύ) που ετυμολογείται από το lot "κομμάτι γής, μέρισμα, παίρνω με κλήρο, δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο" (ακριβώς ότι και το λαγχάνω), το οποίο lot έχει Γερμανικές ρίζες (αναπαραγόμενη Πρωτο Γερμανική ρίζα *khlutom, μια υπόθεση δηλαδή).
Υπάρχει μιά ετυμολογία της Ανδαλουσίας στην Ισπανία από αυτή την ρίζα και την παραθέτω:
"Al-Andalus/Andalucia : Landahlauts: An etymology was advanced recently by H. Halm in Al-Andalus und Gothica Sors, in Welt des Oriens, 66, 1989, pp 252-263, and offers an interesting explanation. According to him the name "Al-Andalus" is simply an Arabic rendition of the Visigothic name given to the Roman province of Baetica, "Landahlauts" (allotted, inherited, drawn land), in its phonetic form — "landalos" — became easily and spontaneously, to Arabic ears, "Al-Andalus"
Σε Γαλλικό λεξικό βρίσκω το hlauts ότι στα Γοτθικά σημαίνει "κληρονομιά"
Είπα να μην σταματήσω και να ψάξω και κάποια ομόηχα.
lacquer (η λάκα)Borrowed from French lacque (“a sort of sealing wax”), from Portuguese laca, lacca(“gum lac”), from Persian لاک (lāk), from Hindi लाख (lākh), from Sanskrit लाक्षा (lākṣā)
Ψάχνοντας το Ινδουιστικό lākh και το Σανσκριτικό lākṣā βρίσκω τις έννοιες "κόκκινο", "λάκα (που είναι ένα είδος κόκκινου ρετσινιού που ευδοκιμεί στην Ινδία)" αλλά και το αριθμητικό 100.000
Η Ινδική ετυμολογία του lākh όμως δεν ετυμολογείται από το lākṣā (ρετσίνι) αλλά από το lakkha που σημαίνει (Ω! τί έκπληξη) μερίδιο, τρόπαιο, απολαβή από κλήρο, και ποντάρισμα.
To Αγγλικό Lack (έλλειψη), ετυμολογείτε απο το Ολλανδικό lak <laken. Αναπαράγεται πρωτο-γερμανική ρίζα *laka- την οποία όμως ουδείς συνδαίει με το λαχαίνω ή το λάκκο. Αντί αυτού προτείνεται και μάλλον έχει ευρύτερη αποδοχή μία σύνδεση με το Λατινικό Legere.
Μου έμεινε μόνο το Luck, όπου και λόγω το νοήματος περίμενα να είναι και αυτό σχετικό, το ετυμολογούν όμως από μεσο-Ολλανδικό gheluc.
O beekes τώρα δίνει την δικιά του ετυμολογία στο λαγχάνω και την ετυμολογική του οικογένεια.
"Old forms are the o-grade perf. λέλογχα, λόγχη and the zero grade aor. λαχεῖν, λάξις. Later, εἴληχα, λήξομαι, λῆξις, etc. arose as innovations by analogy with εἴληφα, λήψομαι, λῆψις (after λαγχάνω : λαμβάνω, λαχεῖν : λαβεῖν). No known cognates exist. A noteworthy agreement with Λάχεσις is Messap[ic]. Logetibas [dat.pl.], to which belongs Λάγεσις· θεός. Σικελοί (H.); if correct, it must be an old loan […]."
Beekes RSP · 2010 · Etymological dictionary of Greek: 821
Για τον Beekes λοιπόν η Ελληνική ρίζα είναι λεγχ-, ούτε *lēk-, ούτε *lókus.
Για να το κλείσω έριξα μια ματιά και στο Liddel-Scott όπου αναφέρουν το λάξις.
λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.
Πληροφορούμαι επίσης ότι το λάξις είναι η ιωνική μορφή του αττικού λῆξις,
λῆξις: (Α), εως, ἡ, (√ΛΑΧ, λαγχάνω, λήξομαι) ὁ καθορισμὸς ἢ διορισμὸς διὰ κλήρου, ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 765D· αἱ λ. τῶν κλήρων Ἀριστ. Ἀποσπ. 396. 2) μέρος ἀπονεμόμενον διὰ κλήρου, Πλάτ. Νόμ. 740A, 747E, Κριτί. 109C, 113B· πρβλ. λάξις. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, λῆξις δίκης ἢ μόνον λῆξις, ἔγγραφος κατηγορία ἐγχειριζομένη εἰς τὸν ἄρχοντα ὡς τὸ πρῶτον βῆμα ἐν ἰδιωτικῇ δίκῃ, σχεδὸν = ἔγκλημα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D, Ἰσαῖ. 84. 24, Αἰσχίν. 9. 30· πρβλ. λαγχάνω Ι. 3· σπανιώτατα ἐπὶ δημοσίων δικῶν, ὡς παρὰ Δημ. 999. 14. 2) λῆξις τοῦ κλήρου ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς τὸν ἄρχοντα γινομένη αἴτησις (ἀπαιτουμένη παρὰ πάντων πλὴν τῶν κατ’ εὐθεῖαν ἀπογόνων τοῦ θανόντος) πρὸς νόμιμον κατοχὴν κληρονομίας, τοῦ κλήρου... λαχεῖν τὴν λ. ἠξίωσεν Ἰσαῖ. 38. 8. Πρβλ. Att. Process, σελ. 462, 594 κἑξ.
λάκκος < αρχαία ελληνική λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)
και το *lókus αποδίδει σε διάφορες γλώσσες το κέλτικο loch, το Λατ. Lacus, και διάφορα γερμανικά παράγωγα με την ίδια σημασία είτε λίμνη, είτε λακούβα.
Η λακούβα τώρα < σλαβική локва / lokva < πρωτοσλαβική *
Σκέφτηκα μετά να εξετάσω το λαγούμι, οι Έλληνες γλωσσολόγοι δίνουν την παρακάτω ετυμολογία και σταματούν εκεί.
λαγούμι <τουρκική lağım < αραβική لغم(laġam). Οι Άραβες όμως που τους νοιάζει η δικιά τους ετυμολογία επεκτείνουν την ιστορία της λέξης προς τα αρχαία Ελληνικά:
"From Ancient Greek λαχαίνω (lakhaínō, “to dig, to excavate”), from Ancient Greek λαχών(lakhṓn, “to obtain, to draw, to receive”), ultimately from Proto-Indo-European *lēk-(“string, twig, tendril”) from the pulling out of lots or herbage from the soil."
Καταλήγουμε όμως σε άλλη υπόθεση ΠΙΕ ρίζας, αυτή της *lēk-. Αυτή την αναπαραγωγή μόνο στους Άραβες την πετυχαίνω και πιθανολογώ ότι είναι λανθασμένη
Το λαχαίνω και λαχών όμως με παραπέμπουν στο λαχνό και το επιλαχών, που βρήκαν οι άραβες το σκάβω;
Πράγματι ερευνώ το λαχείο και το λαχνό < ρίζα λαχ- από το λαγχάνω που σημαίνει "παίρνω με κλήρο", δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο.
Εξετάζω το λαχαίνω και βγαίνει επίσης από το λαγχάνω, σημαίνει "αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση", τυχαίνω αλλά και σκάβω. Σκάβω επειδή αφαιρώ μερίδιο του όλου τμηματικά, κάνω δηλαδή νομή (οικονομία σημαίνει νομή τα του οίκου), διανέμω το χώμα, την ύλη από το έδαφος.
Παράγωγό του λαχαίνω είναι το λάχανο. < αρχαία ελληνική λάχανον < λαχαίνω (σκάβω)
Ο κλήρος, όπως και η ψηφοφορία όμως στην αρχαιότητα επίσης γινόταν με πέτρες και οβολούς ή όστρακα, γνωστό και το εξοστρακίζω, ψηφίζω (από την ψήφο / ψηφίδα δηλαδή μικρά σφαιρίδια) με όστρακα ενός χρώματος ή του άλλου, με αποτέλεσμα αυτός που καταψηφίστηκε να εξοστρακιστεί.
Το διανέμω παραπάνω όμως μου θύμισε τους Λακεδαίμονες, όπου βρίσκουμε πάλι το λακ- από το λαχαίνω. Οι φιλόλογοι τώρα το ετυμολογούν είτε με το δαίμων είτε με το δάμος (δήμος στη δωρική).
δαίμων < αρχαία ελληνική δαίμων, Θεός, Μοίρα (παράγεται από το ρ. δαίω : μοιράζω στον καθένα την τύχη του).)
Παραθέτω για το δέω: "Ἐτυμ.: κατὰ τινας ἐκ ῥ. δα- τοῦ δαίω=μοιράζω, τρόπον τινὰ δαίμων=ὁ διαμοιραστής, πρβλ. Ἡσυχ. «ἰσοδαίτης ὑπ’ ἐνίων ὁ Πλούτων» ἡ=ὁ λαχὼν, ὁ κληρωθεὶς κατὰ τὴν διανομήν, κλῆρος, τύχη΄ < *dei-, πρβλ. δαίομαι καὶ ἀγγλοσαξ. tima, ἀγγλ. time (χρόνος), παλ-γερμ. *tῑman- (περίοδος) < ἰαπ. *di-. "
για το δῆμος τώρα <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- που στα Ελληνικά δεν είναι άλλο από την ρίζα δα- τοῦ δαίω όπως και παραπάνω.
Είτε με την μία είτε με την άλλη ετυμολογία, Λάκεδαίμωνες είναι αυτοί που έλαβαν γή από κλήρο, πιθανότατα λοιπόν οι "κληρονόμοι".
Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ σε νοηματική αντιπαράθεση το Αγγλικό lottery (είδος κλήρωσης) και "a lot" (πολύ) που ετυμολογείται από το lot "κομμάτι γής, μέρισμα, παίρνω με κλήρο, δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο" (ακριβώς ότι και το λαγχάνω), το οποίο lot έχει Γερμανικές ρίζες (αναπαραγόμενη Πρωτο Γερμανική ρίζα *khlutom, μια υπόθεση δηλαδή).
Υπάρχει μιά ετυμολογία της Ανδαλουσίας στην Ισπανία από αυτή την ρίζα και την παραθέτω:
"Al-Andalus/Andalucia : Landahlauts: An etymology was advanced recently by H. Halm in Al-Andalus und Gothica Sors, in Welt des Oriens, 66, 1989, pp 252-263, and offers an interesting explanation. According to him the name "Al-Andalus" is simply an Arabic rendition of the Visigothic name given to the Roman province of Baetica, "Landahlauts" (allotted, inherited, drawn land), in its phonetic form — "landalos" — became easily and spontaneously, to Arabic ears, "Al-Andalus"
Σε Γαλλικό λεξικό βρίσκω το hlauts ότι στα Γοτθικά σημαίνει "κληρονομιά"
Είπα να μην σταματήσω και να ψάξω και κάποια ομόηχα.
lacquer (η λάκα)Borrowed from French lacque (“a sort of sealing wax”), from Portuguese laca, lacca(“gum lac”), from Persian لاک (lāk), from Hindi लाख (lākh), from Sanskrit लाक्षा (lākṣā)
Ψάχνοντας το Ινδουιστικό lākh και το Σανσκριτικό lākṣā βρίσκω τις έννοιες "κόκκινο", "λάκα (που είναι ένα είδος κόκκινου ρετσινιού που ευδοκιμεί στην Ινδία)" αλλά και το αριθμητικό 100.000
Η Ινδική ετυμολογία του lākh όμως δεν ετυμολογείται από το lākṣā (ρετσίνι) αλλά από το lakkha που σημαίνει (Ω! τί έκπληξη) μερίδιο, τρόπαιο, απολαβή από κλήρο, και ποντάρισμα.
To Αγγλικό Lack (έλλειψη), ετυμολογείτε απο το Ολλανδικό lak <laken. Αναπαράγεται πρωτο-γερμανική ρίζα *laka- την οποία όμως ουδείς συνδαίει με το λαχαίνω ή το λάκκο. Αντί αυτού προτείνεται και μάλλον έχει ευρύτερη αποδοχή μία σύνδεση με το Λατινικό Legere.
Μου έμεινε μόνο το Luck, όπου και λόγω το νοήματος περίμενα να είναι και αυτό σχετικό, το ετυμολογούν όμως από μεσο-Ολλανδικό gheluc.
O beekes τώρα δίνει την δικιά του ετυμολογία στο λαγχάνω και την ετυμολογική του οικογένεια.
"Old forms are the o-grade perf. λέλογχα, λόγχη and the zero grade aor. λαχεῖν, λάξις. Later, εἴληχα, λήξομαι, λῆξις, etc. arose as innovations by analogy with εἴληφα, λήψομαι, λῆψις (after λαγχάνω : λαμβάνω, λαχεῖν : λαβεῖν). No known cognates exist. A noteworthy agreement with Λάχεσις is Messap[ic]. Logetibas [dat.pl.], to which belongs Λάγεσις· θεός. Σικελοί (H.); if correct, it must be an old loan […]."
Beekes RSP · 2010 · Etymological dictionary of Greek: 821
Για τον Beekes λοιπόν η Ελληνική ρίζα είναι λεγχ-, ούτε *lēk-, ούτε *lókus.
Για να το κλείσω έριξα μια ματιά και στο Liddel-Scott όπου αναφέρουν το λάξις.
λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.
Πληροφορούμαι επίσης ότι το λάξις είναι η ιωνική μορφή του αττικού λῆξις,
λῆξις: (Α), εως, ἡ, (√ΛΑΧ, λαγχάνω, λήξομαι) ὁ καθορισμὸς ἢ διορισμὸς διὰ κλήρου, ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 765D· αἱ λ. τῶν κλήρων Ἀριστ. Ἀποσπ. 396. 2) μέρος ἀπονεμόμενον διὰ κλήρου, Πλάτ. Νόμ. 740A, 747E, Κριτί. 109C, 113B· πρβλ. λάξις. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, λῆξις δίκης ἢ μόνον λῆξις, ἔγγραφος κατηγορία ἐγχειριζομένη εἰς τὸν ἄρχοντα ὡς τὸ πρῶτον βῆμα ἐν ἰδιωτικῇ δίκῃ, σχεδὸν = ἔγκλημα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D, Ἰσαῖ. 84. 24, Αἰσχίν. 9. 30· πρβλ. λαγχάνω Ι. 3· σπανιώτατα ἐπὶ δημοσίων δικῶν, ὡς παρὰ Δημ. 999. 14. 2) λῆξις τοῦ κλήρου ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς τὸν ἄρχοντα γινομένη αἴτησις (ἀπαιτουμένη παρὰ πάντων πλὴν τῶν κατ’ εὐθεῖαν ἀπογόνων τοῦ θανόντος) πρὸς νόμιμον κατοχὴν κληρονομίας, τοῦ κλήρου... λαχεῖν τὴν λ. ἠξίωσεν Ἰσαῖ. 38. 8. Πρβλ. Att. Process, σελ. 462, 594 κἑξ.