Sunday 21 May 2017

Κραφτ & βερκ (Kraft & Werk)

Το kraft με δυσκόλεψε αλλά κοιτάξτε να δείτε τί βρήκα.

Το craft οι άγγλοι το ετυμολογούν από το Γερ. Kraft από το ΠρωτοΓερμανικό *kraftaz (“strength, power”), που οι Γερμανοί ετυμολογούν από Proto-Indo-European *ger- (“to turn, wind”).

Το πρόβλημα είναι ότι σε όλα τα λεξικά των ινδοευρωπαϊκών ριζών δεν υπάρχει λήμμα *ger- σε αυτή την καθαρή μορφή. Επίσης στις Γερμανικές γλώσσες περιορίζεται σε νόημα σε αυτή τη μορφή.

Δεν μπόρεσα να μην κάνω την σύνδεση με το γερός αφού . Το γερός όμως δεν είναι αρχαίο, αλλά απαντάται στην κοινή, ας πούμε από τα χρόνια του Αλέξανδρου.

Δείτε τί όμορφη ετυμολογία που έχει:
γερός < ελληνιστική κοινή γερός< *ὑγηρός < αρχαία ελληνική ὑγιηρός < ὑγιής

Τα "Πρωτο-Γερμανικά" θεωρούνται ότι μιλούνταν από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, ενώ η κοινή από τον 4ο αιώνα π.Χ., δέν έχουν παραπάνω από 150-200 χρόνια διαφοράς έναρξης. Φυσικά και υπήρχε μεγάλο διάστημα κοινής ομιλίας.

Δεδομένου
α) του περιορισμένου νοήματος του "Kraftaz" (οι γηγενείς ρίζες παράγουν περισσότερα νοήματα)
β) της χρονικής ταυτότητας
γ) της γεωγραφικής δυνατότητας επαφής
δ) τη διάδοση της κοινής (Οι κέλτες αυτή την εποχή γράφουν με Ελληνικό αλφάβητο και χρησιμοποιούν πολλές Ελληνικές λέξεις) μόνο μετά τα μισα του 1ου αιώνα π.Χ. οικειοποιούνται το Λατινικό αλφάβητο
ε) την ετυμολογία που δίνουν οι ίδιοι οι Γερμανοί
στ) την απουσία άλλης ετυμολογικής ιστορικότητας της ρίζας *ger- από άλλες Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες, και
ζ) την εξέλιξη της Ελληνικής λέξης,

οι Γερμανοί, κατά πάσα πιθανότητα δανείστηκαν την λέξη και το νόημά της, από την κοινή Ελληνική και όχι από την αρχαία.

Το Werk έχει διερευθυνθεί αρκετά.

From Old High German werc, werh, werk, from Proto-Germanic *werką, from Proto-Indo-European *wérǵom, η οποία ρίζα δίνει νοήματα σε διάφορες γλώσσες:

Armenian: գործ (gorc), Slavic: *vьrša (“fishing basket, osier fish-trap”) (possibly), Celtic: *wergā, Old Irish: ferg (“anger”), Welsh: gwery (“active, lively”), Germanic: *werką (see there for further descendants), Sanskrit: वर्ज (varja, adj.), Avestan: (varəzəm), Tocharian A: wark (“wickerwork”)

Τα Ελληνικά όμως είναι αδιαμφισβήτητα η σημαντικότερη πηγή στη διαμόρφωση της ΠΙΕ ρίζας:
Hellenic: *wérgon
Ancient Greek: ἔργον (érgon)
Doric Greek: ϝέργον (wérgon)
Elean Greek: ϝάργον (wárgon)

No comments: