Tuesday, 26 November 2024

Οιχαλία και Νηοχώρι

Η Οιχαλία είναι η αρχαιότερη ονομασία, ενώ το Νηοχώρι αποτελεί μεταγενέστερη. Σε κάποια περίοδο, μεταγενέστερα, αναφέρεται και ως Νεοχώρι, πιθανόν λόγω λανθασμένης διόρθωσης. Το 1982, με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου και έγκριση του Υπουργείου Εσωτερικών, μετονομάζεται (ξανά) σε Οιχαλία.

Η ετυμολογία για το Νηοχώρι και τον «Νεοχωρίτη ποταμό» ήταν το πρώτο που κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Ωστόσο, το «Νεοχώρι» και ο «Νεοχωρίτης» φαίνεται να είναι αναχρονιστικοί όροι, ίσως και νεολογισμοί, καθώς μαρτυρείται η ονομασία Νηοχώρι ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια. Το 542, το Νηοχώρι αναφέρεται στους επίσημους εκκλησιαστικούς κώδικες, όπου υπάγεται στην Επισκοπή Γαρδικίου. Με την ίδια ονομασία, «Νηοχώριον», εμφανίζεται και στον χάρτη του Α΄ Τόμου του βιβλίου Οιχαλία του Ι. Ρίζου.

Ετυμολογία του Νηοχωρίου

Το «Νηοχώρι» προέρχεται από τα «Νήο» (ναῦς, νηός = πλοίο) + «χώρι» (τόπος). Αυτό υποδηλώνει ότι εκεί λειτουργούσε πιθανότατα ναυπηγείο, όπου κατασκευάζονταν πλοία. Είναι πιθανό αυτά τα πλοία να ήταν είτε θαλάσσια είτε ποτάμια. Σε κάθε περίπτωση, η ονομασία υποδεικνύει ότι ο «Νεοχωρίτης» και ο Πηνειός ήταν πλωτοί τουλάχιστον μέχρι το σημείο αυτό. Ενισχύει την άποψη ότι ήταν το κοντινότερο σημείο με επάρκεια ξυλείας, όπως αυτή που παρέχουν τα όρη Χάσια. Ακριβώς πάνω από την Οιχαλία υπάρχει πλατανόδασος, χωρίς να είναι βέβαιο ότι υπήρχε και στην αρχαιότητα.

Η μορφή «νηῦς» είναι ιωνική (και επική). Η λέξη ετυμολογείται από το ΠΙΕ néh₂us («πλοίο, βάρκα»), και είναι συγγενική με το λατινικό nāvis, το περσικό ناو (nâv), και το σανσκριτικό नौ (nau, «πλοίο»), नाव (nāva, «πλοίο»). Η αρχαιότερη μορφή της λέξης απαντάται στα μυκηναϊκά ελληνικά ως 𐀙𐀄𐀈𐀗 (na-u-do--mo, «ναυπηγοί»).


Οιχαλία: Η αρχαία και νεότερη ονομασία


Η ονομασία «Οιχαλία» φαίνεται να προέρχεται από το «οἴχομαι» (φεύγω, αναχωρώ, εξαφανίζομαι, πεθαίνω) και «ἅλς» (θάλασσα). Αυτό ενισχύει την άποψη ότι η περιοχή χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλοίων, όχι μόνο ποτάμιων αλλά και ποντοπόρων, ικανών για θαλάσσια ταξίδια. Προφανώς ήταν πιο εύκολο λοιπόν να κατασκευάζουν πλοία στην πηγή της ξυλείας. Πιο εύκολα μεταφέρεται στο ποτάμι ένα ολοκληρωμένο πλοίο παρά η ξυλεία που είναι αναγκαία για την κατασκευή του.

Το ρήμα «οἴχομαι» είναι μεσοπαθητική μορφή του αρχαίου «οἰχνέω» («πηγαίνω»), που συνδέεται με αρμενικές και τοχαρικές ρηματικές μορφές (όπως η παλαιοαρμενική իջանեմ [iǰanem, «κατεβαίνω»] και η τοχαρική Β yku [«έφυγε»]). Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό h₁eygʰ- («πηγαίνω»).

Πηγές:

  • Beekes, Robert S. P. (2010). “ναῦς”, στο Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), με τη βοήθεια του Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, σελ. 999.
  • Beekes, Robert S. P. (2010). “οἴχομαι”, στο Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), με τη βοήθεια του Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, σελ. 1064.
  • Ρίζος, Ιωάννης Ε. (1988). Οιχαλία. [χ.ό.].

Monday, 10 January 2022

Δαναός, Danaos, Dona, δώρο

Είναι γνωστά τα λόγια του Λαοκόων, που αναφέρει ο Αινείας: "timeo Danaos et dona ferentes”, και στα ελληνικά: «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας».

Έψαχνα την ετυμολογία του "Δαναός", και δεν είναι γνωστή (στη βιβλιογραφία). Ο Beekes, κατά την συνήθειά του όταν δεν βρίσκει πιθανή ετυμολογία, την αποδίδει σε προελληνική και άρα μη-Ελληνική γλώσσα.

Ταυτόχρονα είπα να ψάξω και την ετυμολογία του δώρου, που είναι ομόρριζη του λατινικού dona. Είναι λοιπόν και τα δύο από 
ΠΙΕ ✓ déh₃-r̥ ~ *dh₃-éns
που στα Λατινικά μορφοποιείται ως
*déh₃n-o-m > Πρωτο-Ιταλικά *dōnom < Λατινικά dona,
ενώ στα Ελληνικά μορφοποιείται ως 
*déh₃r-o-m > Πρωτο-Ελληνικά: *dṓron > Αρχαία: δῶρον

Το *déh₃n-o-m (απ' όπου το dona), όμως παράγει και την Πρωτο-Ινδο-Ιρανική ρίζα *dáHnam, απ' όπου το Σανσκριτικό: दान (dā́na - δώρο) αλλά και πάρα πολλές Ασιατικές μορφές dana (δώρο).

Υπάρχει άραγε περίπτωση η λέξη "Δαναός" να έχει μία ακριβώς τέτοια ανατολική προέλευση, και Δανα+ος και να σημαίνει "αυτός που φέρει δώρα"!

Αν μάλιστα γνώριζε αυτή τη λεπτομέρεια ο Αινείας, δεν αποκλείεται να είναι η παραπάνω φράση λογοπαίγνιο και παιχνίδισμα με την σημασία του "danaos" και του "dona".

Wednesday, 22 December 2021

Τσοπάνης, cioban, choban

Τσοπάνης / Cioban / choban as a word is a borrowing from Turkish most probably, but ultimately from Persian چوپان < Old Persian *fšupāna-, composed of (fšu-, “sheep”) + (pāna-, “protector”).

Among the  descendants, Bactrian χοβανα is given, but it may well be the other way around. Compare the older (from both Old Persian and Bactrian) Hittite: 𒇻𒅖 (ḫāwis), Luwian Cuneiform: 𒄩𒀀𒌑𒄿𒅖 (/ḫāwīs/), Lycian: 𐊜𐊀𐊇𐊙 (χawã), Proto-Hellenic: *hówis > Ancient Greek: ὄϊς (óïs), οἶς (oîs), Proto-Italic: *owis. > Latin ovis. All from Proto-Indo-European ✓ *h₂ówis (sheep).

As for the 2nd compound (pāna-), it is from Proto-Indo-European ✓ *peh₂- which produces words with the meaning of "protector" and/or "graze" in most languages, but also "shepherd" in Balto-slavic (Lithuanian: piemuõ, Finnish / Karelian: paimen) and Ancient Greek: ποιμήν (poimḗn). It is attested since Mycenaean Greek: 𐀡𐀕 (po-me, “shepherd").

So one can definitely not say it is either of Turkish / Persian origin, but ultimately from some ancient language of the Indo-European family.

Wednesday, 27 October 2021

Αμύγδαλο, Almond, δαίς, δαιτρός, δαίμων, tide, time

Η ετυμολογία και ιστορική πορεία της Αγγλικής λέξης είναι γνωστή: Almond από παλαιά Αγγλικά almond, almaund, από παλαιά Γαλλικά almande, amande, από δημώδης Λατ. *amendla, *amandula, από Λατ. amygdala, από αρχαία Ελληνικά ἀμυγδάλη (amugdálē)

Για την ετυμολογία της Ελληνικής λέξης, ο Beekes κατά το συνήθειό του προτείνει μία προ-ελληνική προέλευση, "τυπική περίπτωση" κατά την γνώμη του. Έχει όμως πια αποδειχθεί λάθος σε τόσες πολλές προ-ελληνικές προελεύσεις που αναγκαζόμαστε να κοιτάξουμε (και) αλλού.

Από την παγκόσμια βιβλιογραφία η μόνη εναλλακτική είναι του Blažek, που πιθανολογεί μία σημιτική σύνδεση. Είναι όμως τόσο ευφάνταστη που οι τυχαίες παρετυμολογίες που κυκλοφορούν μοιάζουν ακριβέστερες. Η λέξη που προτείνει χρησιμοποιείται στα Εβραϊκά για το αμύγδαλο με τόσο διαφορετικό τρόπο και η σύνδεση με επιπλέον σημιτική ρίζα για τον σχηματισμό  miṯqadā,  αγνοώντας ταυτόχρονα το "ά" κάνουν αυτή τη σύνδεση το λιγότερο προβληματική.

Στην Ελλάδα ο Κυριάκος Ἠ. Γεωργιάδης (γνώμων, Σέρρες) ετυμολογεί το αμύγδαλο από το αμύσσω και το δαλός εκ του δαίω (καίω).

Η τροπή των ουρανικών κ, γ, χ πριν από το ημίφωνο j είναι γνωστό ότι σχηματίζει σσ ή  ττ. Αυτό προδίδει μια πρωτο-ελληνική (δηλαδή ελληνική), και όχι προ-ελληνική (δηλαδή μη-ελληνική, όπως προτείνει ο Beekes) μορφή αμύχ-jω (από το αμυχή). Η τροπή χ>γ δικαιολογείται από την παρουσία του δ στη νέα λέξη. Συμφωνώ λοιπόν με τον  Γεωργιάδη, και θεωρώ το πρώτο συνθετικό σωστό, πιθανότατο, και ελλείψει άλλης σοβαρής πρότασης, ισχυρό διεκδικητή της ετυμολογίας του "αμυγδάλη" (που είναι ο καρπός στα αρχαία, το δέντρο είναι αμυγδαλή και πιθανότατα αυτό προέρχεται από τον καρπό και όχι το αντίθετο).

Για το δεύτερο συνθετικό έχω μια μικρή ένσταση.

Το δαίω δεν σημαίνει μόνο "καίω".  Όντως το λεξικό του Σουΐδα δίνει τη λέξη δαλός (δάδα/πυρσός) το οποίο προέρχεται από το δάος < δαίω (καίω). Αυτή η προσέγγιση όμως μου μοιάζει ετεροχρονιστική, ταιριάζει με τη μοντέρνα μορφή της λέξης "αμύγδαλο" και όχι τόσο με τις αρχαίες μορφές "αμυγδάλη (amugdàle), ἀμύγδᾰλον (amúgdalon)
ἀμύγδᾰλος (amúgdalos)
ἀμυσγέλᾱ (amusgélā), ἀμυσγῠ́λᾱ (amusgúlā)".

Το δαίω όμως έχει και άλλη έννοια, αυτή του μερίζω, μοιράζω, χωρίζω, διαιρώ, σχίζω αλλά κατ' επέκταση και προσφέρω. Η μία έννοια του δαίω  έχει ρίζα *daw (*δαϝιω (*dawiō) < *deh₂w- ενώ η άλλη έννοια έχει ρίζα *da (*deh₂-). Δεν αποκλείεται φυσικά να σχετίζονται.

Αυτή η δεύτερη έννοια όμως είναι που είναι πιο ευέλικτη σε σχηματισμούς λέξεων και νοημάτων / εννοιών, και αυτή θα προτιμήσω.

Έτσι το αμύγδαλο, αντί να σημαίνει "αυτό που σχίζει, ανοίγει για να φανεί το καμμένο", στη δεύτερη περίπτωση σημαίνει "αυτό που ανοίγει ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε αυτό που προσφέρει".

Αυτή είναι η πρότασή μου. Από αυτή τη δεύτερη έννοια του δαίω προέρχεται το δαίς (γεύμα, φαγητό, συμπόσιο, φαγοπότι), δαιτρός (αυτός που μοιράζει τις μερίδες, πχ κόβει το κρέας), δαίμων (και ευδαίμων, δεισιδαίμων, δαιμόνιος), δαίνυμι / δαΐζω (προσφέρω γεύμα / συμπόσιο) αλλά και δαίσις που είναι υποδιαίρεση χρόνου, κάποια περίοδος. Από εκεί το πρωτο-γερμανικό *tidi απ' όπου προέρχονται τα Αγγλικά tide και time.

Ενδιαφέρον ταξίδι το αμύγδαλο επιφυλάσσομαι για περισσότερες πληροφορίες καθώς τις αναζητώ και ο ίδιος.

Ο πίνακας ονομάζεται "Ανθισμένη αμυγδαλιά" (Ιταλικό τοπίο - Σικελία) / "Blossoming almond" (Italian landscape) c. 1901 και είναι του Τίβανταρ Τσόντβαρι Κόστκα / Csontváry Kosztka Tivadar 🇭🇺 (5 Ιουλίου 1853 - 20 Ιουνίου 1919). (Ούγγρος ζωγράφος της Αβαντ Γκαρντ. Από πολλούς θεωρείται μετα-ιμπρεσιονιστής ή εξπρεσιονιστής. Ήταν όμως αυτοδίδακτος και δεν είναι εύκολο να καταταγεί σε μια σχολή.
Πολύ ενδιαφέρον ζωγράφος, ταξίδεψε γενικότερα τη Μεσόγειο και οι περισσότεροι πίνακές του φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη και στο Μουσείο Τσόντβαρι στο Πετς.)

Ο συγκεκριμένος πίνακας βρίσκεται στο Ottó Herman Museum, στο Miskolc.

Tuesday, 5 October 2021

Scull, Σκαλμός

Scull in English is a type of oar, and from this the name of a boat and the practice of rowing or racing with boats. It has no known etymology.

In Greek it would be κωπή (κουπί). Snce it is a nautical term, I merely looked at other terms of the boat and found σκαρμός <. σκαλμός, which is a certain type of hinge which hold oars.

Scull is attested since the 14th century, and it might be a direct loan from Greek at the time. Since there is no alternative, I find it very possible, that the sound was imitated. The verb form is Σκάλλω (skalo) and it means stir or hoe!

Scullery, σχίζω, σχιστό, escudo

A scullery is like a secondary kitchen in houses of Britain and North America built before the 1920's. That's where most of  the washing took place.

In the painting by Jean-Baptiste-Siméon Chardin, an 18th century French painter, a scullery maid is portrayed, which was the lowest rank of domestic servants, and she reported to the cook or the kitchen maid.

The word is derived from Latin scutella, a serving dish (platter or tray) and is related to scūtum (shield). The Indo-european root is *skei- / *skey- (split, seperate).

From the same root derive the Greek words σχίζω, σχιστό, σχίσμα. In English scythe and shit (yes, via proto-Germanic *skitana) and in other languages for instance "escudo" which apart from Portugal's previous currency, it also meant shield and/or coat of arms.

Tuesday, 20 October 2020

Ετυμολογία των μουσών.


Κλειώ, εκ του κλέω, δοξάζω. (Από του καλέω, λέγω περί τινός, φημίζω)

Καλλιόπη, εκ του ὄψ, η καλήν έχουσα φωνή (> πχ έπος)

Τερψιχώρη, εκ του τέρψις < τέρπω + χορός

Πολύμνια, ἀντὶ τοῦ Πολυΰμνια. Πολύ + ὕμνος

Ερατώ, εκ του ἔραμαι, ἔρω άγνωστης ετυμολογίας

Θάλεια, εκ του θάλος, τα θάλεα (ευφροσύνη, ευθυμία) < θαλλός (νεαρός κλάδος, βλαστός). Εξ' ού και μεταφορικά θάλεα είναι τα παιδιά αλλά και οι γιρλάντες.

Ουρανία, εκ του ουρανός, αβέβαιης δυστυχώς ετυμολογίας.

Μελπομένη, εκ του μέλπω, τραγουδώ ως μέλος χορού

Ευτέρπη,εκ του εὖ + τέρπω (παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω).