Η Οιχαλία είναι η αρχαιότερη ονομασία, ενώ το
Νηοχώρι αποτελεί μεταγενέστερη. Σε κάποια περίοδο, μεταγενέστερα,
αναφέρεται και ως Νεοχώρι, πιθανόν λόγω λανθασμένης διόρθωσης. Το 1982,
με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου και έγκριση του Υπουργείου
Εσωτερικών, μετονομάζεται (ξανά) σε Οιχαλία.
Η ετυμολογία για το
Νηοχώρι και τον «Νεοχωρίτη ποταμό» ήταν το πρώτο που κέντρισε το
ενδιαφέρον μου. Ωστόσο, το «Νεοχώρι» και ο «Νεοχωρίτης» φαίνεται να
είναι αναχρονιστικοί όροι, ίσως και νεολογισμοί, καθώς μαρτυρείται η
ονομασία Νηοχώρι ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια. Το 542, το Νηοχώρι
αναφέρεται στους επίσημους εκκλησιαστικούς κώδικες, όπου υπάγεται στην
Επισκοπή Γαρδικίου. Με την ίδια ονομασία, «Νηοχώριον», εμφανίζεται και
στον χάρτη του Α΄ Τόμου του βιβλίου Οιχαλία του Ι. Ρίζου.
Το «Νηοχώρι» προέρχεται από τα «Νήο» (ναῦς, νηός = πλοίο) + «χώρι» (τόπος). Αυτό υποδηλώνει ότι εκεί λειτουργούσε πιθανότατα ναυπηγείο, όπου κατασκευάζονταν πλοία. Είναι πιθανό αυτά τα πλοία να ήταν είτε θαλάσσια είτε ποτάμια. Σε κάθε περίπτωση, η ονομασία υποδεικνύει ότι ο «Νεοχωρίτης» και ο Πηνειός ήταν πλωτοί τουλάχιστον μέχρι το σημείο αυτό. Ενισχύει την άποψη ότι ήταν το κοντινότερο σημείο με επάρκεια ξυλείας, όπως αυτή που παρέχουν τα όρη Χάσια. Ακριβώς πάνω από την Οιχαλία υπάρχει πλατανόδασος, χωρίς να είναι βέβαιο ότι υπήρχε και στην αρχαιότητα.
Η μορφή «νηῦς» είναι ιωνική (και επική). Η λέξη ετυμολογείται από το ΠΙΕ néh₂us («πλοίο, βάρκα»), και είναι συγγενική με το λατινικό nāvis, το περσικό ناو (nâv), και το σανσκριτικό नौ (nau, «πλοίο»), नाव (nāva, «πλοίο»). Η αρχαιότερη μορφή της λέξης απαντάται στα μυκηναϊκά ελληνικά ως 𐀙𐀄𐀈𐀗 (na-u-do--mo, «ναυπηγοί»).
Οιχαλία: Η αρχαία και νεότερη ονομασία
Η ονομασία «Οιχαλία» φαίνεται να προέρχεται από το «οἴχομαι» (φεύγω, αναχωρώ, εξαφανίζομαι, πεθαίνω) και «ἅλς» (θάλασσα). Αυτό ενισχύει την άποψη ότι η περιοχή χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλοίων, όχι μόνο ποτάμιων αλλά και ποντοπόρων, ικανών για θαλάσσια ταξίδια. Προφανώς ήταν πιο εύκολο λοιπόν να κατασκευάζουν πλοία στην πηγή της ξυλείας. Πιο εύκολα μεταφέρεται στο ποτάμι ένα ολοκληρωμένο πλοίο παρά η ξυλεία που είναι αναγκαία για την κατασκευή του.
Το ρήμα «οἴχομαι» είναι μεσοπαθητική μορφή του αρχαίου «οἰχνέω» («πηγαίνω»), που συνδέεται με αρμενικές και τοχαρικές ρηματικές μορφές (όπως η παλαιοαρμενική իջանեմ [iǰanem, «κατεβαίνω»] και η τοχαρική Β yku [«έφυγε»]). Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό h₁eygʰ- («πηγαίνω»).
Πηγές:
- Beekes, Robert S. P. (2010). “ναῦς”, στο Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), με τη βοήθεια του Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, σελ. 999.
- Beekes, Robert S. P. (2010). “οἴχομαι”, στο Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), με τη βοήθεια του Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, σελ. 1064.
- Ρίζος, Ιωάννης Ε. (1988). Οιχαλία. [χ.ό.].