Wednesday 2 October 2019

Ιωάννης, John

Η Ετυμολογία του Αγγλικού John (στα Αγγλικά) που έχει μακρινότερη συγγένεια με το Εβραϊκό απ' ότι το Ελληνικό Ἰωάννης:

From Middle English Johannes, John, Johan, from Anglo-Norman Jehan, Johan, and also Old English Iohannes, both from Latin Iōhannēs (variant of Iōannēs), from New Testament Greek Ἰωάννης (Iōánnēs), from Hebrew יוֹחָנָן‎ (Yōḥānān), From the Hebrew phrase יהוה‎ (YHVH) חנון‎ (Khanon) literally (roughly) “God is gracious”.

Την ίδια ετυμολογία έχουν φυσικά και τo Γερμ. Hans (Χανς), το Ισπανικό James (Χάμες) και όσες γλώσσες έχουν μορφές του Ιωάννης.

"The Lady of Shallot"
Ένας πίνακας του John William Waterhouse, απεικονίζει σκηνή από το  ομώνυμο ποίημα του Alfred Tennyson.

Sad

Σε προηγούμενη δημοσίευσα είδαμε ότι ζωή < ἄω (áō).

To ἄω (áō) κατά κάποιους γλωσσολόγους που εξειδικεύονται στα έτυμα, βγαίνει από την ΠΙΕ ρίζα *seh2- (το οποίο ανάλογα με την γλώσσα μπορεί να τραπεί σε *ser-) με την έννοια χορταίνω, κορεύω, πληρώ.

Η ρίζα αυτή έχει το ενδιαφέρον της διότι από εκεί βγαίνει το Λατινικό satis και κατ' επέκταση στις Ρομαντικές γλώσσες τα παρακάτω = Γαλλικά: assez, Ιταλικά: sazio, assai, Πορτογιέζικα: assaz, Ρουμάνικα: saț, sacio, asaz.

Επίσης η ΠΙΕ ρίζα *seh2- δίνει την Πρωτο-Γερμανική ρίζα *Sadaz από όπου μέσω παλαιώτερων γλωσσών (π.χ. Παλλαιά Αγγλικά sæd με την ίδια ένοια του κορεσμού / ολοκλήρωσης) φτάνουμε στα μοντέρνα = Αγγλικά / Νορβηγικά sad, Ολλανδικά: zat, Λουξεμβουργικά / Δανέζικα: Sat, Γερμανικά: satt.

Με λίγα λόγια το Sad, σχετίζεται με την ζωή.

Ο Πίνακας είναι του Μίοντραγκ Μιλίκοβιτς (Miodrag Miljkovic - Mija) και φέρει τον τίτλο "Sad girl".

Γκρι, Grey, Gray

Both the Greek word Γκρι (Gri) and the English Grey (US gray) are borrowed from French Gris, from Old French Gris, from Proto-Germanic *grēwaz (“grey”). From there there are two main etymological suggestions.

a) from Proto-Indo-European *gʰregʰwos (“grey”), from Proto-Indo-European *gʰer- (“to glow, shine”), which produces a few other words like "grit" and "χρώμα". Also via Latin Grandis, the words "grand" and "great".

b) from Proto-Indo-European *ǵʰreh₁- (“to green, to grow”) which produces the words Grow and Gramen (Latin for grass) which carries on as grama in most Romance languages.

The Painting of Stefan Kuhn is entitled "A grey day at the beach".

Rain Βροχή Pluie

Το rain είναι από το Λατ. irrigare < in + rigare < riga, η δικιά μας ρίγα, που σημαίνει σε γραμμή.

Το βροχή μπορεί να είναι συγγενές, μπορεί και όχι. Υπάρχει διαφωνία στην τελική ΠΙΕ μεταγραφή έτσι α) είτε συγγενεύει με το riga, β) είτε βγαίνει από το ρέω, είτε γ) και τα δύο, βγαίνει δηλαδή από το ρέω, και βγαίνει ή συγγενεύει και το Λατ. riga από εκεί.

Το γαλλικό Pluie βγαίνει από το Λατ. Pluvia, θηλυκή μορφή του Pluvius, από το pluit (βρέχω, πλένω) συγγενικό του "πλύνω" και με απώτερη καταγωγή από το πλέω, πλόος κλπ το οποίο δεν θα αναζητήσω / αναλύσω παραπέρα.

Από το Pluit βγαίνουν και τα:
Ιταλικά pioggia, Ρουμάνικα ploaie, Πορτογιέζικα chuva, Ισπανικά lluvia.

Ο πίνακας του Μονέ (Monet), Η βροχή, (La pluie), 1886-1887.

Γάτα, Γαλή, Cat

Το 13 είναι ο τυχερός μου αριθμός, αλλά για πολλούς ακριβώς το αντίθετο. Μια γάτα όμως έχει 7 ζωές (ή ψυχές) και μπορεί να αντεπεξέλθει στην ατυχία του 13. Για άλλους πάλι οι γάτες είναι γρουσουζιά, όπως και το 13, οι μαύρες και ειδικότερα αν περάσουν μπροστά σου. Για τους Άγγλους η γάτα έχει 9 ζωές και αυτό παρατηρείται (έχει καταγραφεί δηλαδή) από τον 16ο αιώνα.

Λοιπόν η Γάτα δεν είναι η γαλή, αφού στην αρχαιότητα οι Έλληνες δεν είχαν γάτες (ούτε οι Ρωμαίοι). Είχαν όμως νυφίτσες οικόσιτες για τα ποντίκια, τις μυλογαλές. Για τις νυφίτσες επικράτησε αυτός ο όρος πιθανότατα από τον μύθο του Αισώπου, για την Αφροδίτη και την γαλή νύφη (νυφίτσα). Παραθέτω:

Αισώπου Αφροδίτη και γαλή :
« Γαλῆ ἐρασθεῖσα νεανίσκου εὐπρεποῦς ηὔξατο τῇ Ἀφροδίτῃ ὅπως αὐτὴν μεταμορφώσῃ εἰς γυναῖκα. Καὶ ἡ θεὸς ἐλεήσασα αὐτῆς τὸ πάθος μετετύπωσεν αὐτὴν εἰς κόρην εὐειδῆ, καὶ οὕτως ὁ νεανίσκος θεασάμενος αὐτὴν καὶ ἐρασθεὶς οἴκαδε ὡς ἑαυτὸν ἀπήγαγε.
Καθημένων δὲ αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ, ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα ἡ γαλῆ καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξε, μῦν εἰς τὸ μέσον καθῆκεν. Ἡ δὲ ἐπιλαθομένη τῶν παρόντων ἐξαναστᾶσα ἀπὸ τῆς κοίτης τὸν μῦν ἐδίωκε καταφαγεῖν θέλουσα. Καὶ ἡ θεὸς ἀγανακτήσασα κατ᾿ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἀποκατέστησεν.»

Έχει επικρατήσει δηλαδή ο επιθετικός προσδιορισμός της γαλής, όπως το νερό που ήταν "νεαρόν ύδωρ" (φρέσκο νερό, τρεχούμενο και πόσιμο), και το ποντίκι που ήταν "ποντικός μυς" (θαλασσινός ποντικός, ο φόβος κι ο τρόμος των καραβιών).

Αν όμως η γάτα δεν είναι η γαλή, τότε πια είναι;

Η γάτα (μέσω της Ελληνιστικής κοινής "κάττα"), αλλά και το αγγλικό cat, προέρχονται από το ύστερο Λατινικό catta, από το Λατινικό cattus. Πιθανή καταγωγή από το αρχαίο Αιγυπτιακό čaute, θηλυκό τού caus < tešau που είναι η αγριόγατα. Αν δεν είναι Αιγυπτιακής, είναι σίγουρα αφρικανικής καταγωγής (νουβικά Kadis, Βερβέρικα Kadiska αλλά και Αράβικα qitt). Οι Αιγύπτιοι είχαν οικόσιτες εξημερωμένες γάτες αποδεδειγμένα από το 2000 π.Χ., αν όχι πολύ παλιότερα.

Το Catus αντικατέστησε το Λατινικό feles, απ' όπου προέρχεται το Αγγλικό feline και το κάττα αντικατέστησε το (συγγενές στο feles) αἴλουρος.

Στην Ανατολική Κρήτη θα ακούσετε ακόμα να μιλάνε για "κάτη" (ο κάτης) και "κατσούλια". (Κατής είναι ο Τούρκος δικαστής).

Το παραπάνω άρθρο είχε πρωτοδημοσιευτεί στο AlamoWords, και ήταν το 13o μου άρθρο εκεί.

Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που βρήκα από τότε είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είχαμε οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γάτες νωρίτερα. ΟΙ Αιγύπτιοι είχαν ιερές τις γάτες, και δεν επέτρεπαν την εξαγωγή τους. Είχαν μάλιστα ειδικό σώμα που έστελναν για να αναζητήσουν και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο γάτες που πιθανόν είχαν κλαπεί ή εξαχθεί παρανόμως.

Greta Thunberg Dare

Greta Thunberg.

Της Γκρέτας το όνομα είναι Μαργαρίτα. Greta είναι γνωστό Σουηδο-Γερμανικό υποκοριστικό και μία περίπτωση όπου ένα υποκοριστικό, ξαναγίνεται υποκοριστικό. Gretel είναι η μικρή Greta και Hansel o μικρός Γιάννης (Χανς)

Το επίθετο είναι σύνθετο Thun + Berg.
Το "τουν" στα Σουηδικά σημαίνει φράχτης, περιτοίχιση, και από την ίδια ρίζα εξελίχθηκε το town στα Αγγλικά. Σε άλλες Γερμανικές γλώσσες χρησιμοποιείται και σαν τοπωνύμιο, όπως ακριβώς και το Berg στα Σουηδικά. Στην Ελβετία υπάρχει και πόλη Thun (Τούν).

Το Berg  που κανονικά σημαίνει πύργος / λόφος / βουνό, κατέληξε να σημαίνει τόπος / μέρος / πόλη.

Γενικά και τα δύο αυτά συνθετικά χρησιμοποιούνται εννοιολογικά για μέρη (πόλεις) οχυρωμένα, είτε επειδή περικλείονται από τοίχους ή έχουν αμυντικούς πύργους, είτε απλά επειδή χτίστηκαν σε ύψωμα για καλύτερη άμυνα.

Dare (How dare you?)

Το Dare στα παλαιά αγγλικά ήταν Durran, πιθανόν από Πρωτο-Γερμανική ρίζα *ders- και αντίστοιχα πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰers- που στα Ελληνικά απάντα με τις λέξεις θάρσος, θάρρος, και θράσος.

To dare, όπως το χρησιμοποιεί η Μαργαρίτα, πρέπει να είναι εννοιολογικό δάνειο ή επιρροή απευθείας από το Ελληνικό θράσος, αφού όλες οι ετυμολογικές του συγγένειες έχουν την έννοια του θάρρους μόνο.

Monday 30 September 2019

Νόστος, Νοσταλγία, Νόστιμος

Η Νοσταλγία, είναι πόνος (άλγος). Αυτό είναι το δεύτερο συνθετικό, το πρώτο είναι ο νόστος, τί είναι όμως ο νόστος;
From the o-grade of Proto-Indo-European *nes- (“to return home”) + -τος (-tos). See νέομαι (néomai, “to go or come back”).

... και για τους Έλληνες η έννοια της επιστροφής είχε πρωτίστως την έννοια της επιστροφής στην πατρίδα (αφού ήταν γνωστοί αποικιστές), αλλά και την έννοια της επιστροφής στα χρόνια της νιότης.

Απόδειξη ότι από το νόστος βγαίνει και το νόστιμος. Η αίσθηση της γεύσης λένε οι ειδικοί είναι αυτή που έχει την ισχυρότερη σύνδεση με την μνήμη. Κάτι είναι νόστιμο, όταν σε ταξιδεύει σε κάτι που έχεις γευτεί στο παρελθόν. Αν αυτό το σπάνιο το γεύεσαι κάθε μέρα θα πάψει να είναι τόσο "νόστιμο" και θα αναζητάς κάτι άλλο.

Friday 27 September 2019

September, Seven, Επτά, Σεπτέμβριος

Το Αγγλικό September έρχεται από τα παλαιά Αγγλικά, και αυτό από τα παλαιά Γαλλικά Septembre, από τα Λατινικά September, 7ος μήνας δηλαδή, του Παλιού Ρωμαϊκού ημερολογίου, από το Λατ. Septem. Μέχρι την αναδιάρθρωση του ημερολογίου από τον Ιούλιο Καίσαρα το 45 π.Χ. ο Σπετέμβριος είχε 29 ημέρες.

Η ΠΙΕ ρίζα που αναπαράγουν οι ετυμολόγοι είναι η *septḿ̥ με συγγενειες στα Σανσκριτικά सप्तन् (saptán), Αρχαία ἑπτά, Παλαιά Αγγλικά seofon και Παλαιά Εκκλησιαστικά Σλαβονικά седмь (Σεντμί).

Ο πίνακας "Οχότινο, Σεπτέμβριος" είναι του Κονσταντίν Κορόβιν από το 1915.

Body

Body, που στα αγγλικά χρησιμοποιείται με την έννοια του σώματος, είτε ζωντανού είτε το κουφάρι.

Eννοούν είτε το σύνολο της σκελετοδομής του ανθρώπου με "σάρκα και οστά" (σε αντίθεση με την ψυχή), είτε το κυρίως σώμα χωρίς τα μέλη και το κεφάλι.

Επίσης ένα "σώμα" στη φυσική, ή το τρισδιάστατο αντικείμενο στην γεωμετρία, μία υλική υπόσταση δηλαδή σε αυτές τις περιπτώσεις.

Μπορεί να εννοούν επίσης ένα λογικό σύνολο, πχ το σώμα των προσκόπων, ή το corpus, το σύνολο ενός συγγράμματος. Στο τέλος επίσης με η λέξη body είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του κρασιού στην γευσιγνωσία.

Η λέξη υπήρχε στα Παλαιά Γερμανικά ως botah, με άγνωστη καταγωγή, και έχει πλέον τεθεί σε αχρηστία. Οι Γερμανοί σήμερα λένε Leib (από το ζωή) και Körper (από το Λατινικό Corpus).

Στην εικόνα η Αφροδίτη της Μήλου, πλάστηκε στα ταραγμένα ελληνιστικά χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από τον γλύπτη Αγήσανδρο ή Αλέξανδρο, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Το μισό όνομά του αναφερόταν στη βάση του γλυπτού όπου απέμενε χαραγμένη η φράση ...ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ.

(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο #AlamoWords -11 στις 6 Σεπτεμβρίου του 2018)

Monday 16 September 2019

Χελμός, Έρουλοι, Έλουροι, Heruli, Heluri.



Ο Χελμός είναι ένα ετυμολογικό παζλ που δεν φαίνεται να έχει λύση. Η λέξη δεν είναι Ελληνική, δεν υπακούει στους Ελληνικούς κανόνες μορφοποίησης αλλά ούτε και στους Αρβανίτικους ή Σλαβικούς που συνήθως προτείνουν.

Αντίθετα μια Γοτθική ή Ερουλική προέλευση της λέξης ενώ έχει προταθεί δεν έχει ερευνηθεί. Οι Γότθοι είναι πιθανοί ονοματοδότες καθώς περάσαν από την περιοχή. Οι Έρουλοι τώρα είναι και η δικιά μου πρόταση.

Οι Έρουλοι θεωρούνται Σκύθες, ή Γότθοι και έχουν την προέλευσή τους είτε στη σημερινή Σουηδία είτε Βορείως της Αζοφικής. Υπάρχει περίπτωση να είναι οι ίδιοι και στις δύο περιπτώσεις ή να μιλάμε για εντελώς διαφορετικούς λαούς. Προσωπικά πιστεύω η πατρίδα τους ήταν η Σουηδία και απλώς επειδή ήρθαν σε επαφή με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέσω της Αζοφικής (είναι γνωστό ότι υπήρχε εμπόριο με τους Γότθους και αργότερα Βίκινγκ της Σκανδιναβίας μέσω των μεγάλων ποταμών που εκβάλουν στην Βαλτική και την Μαύρη Θάλασσα) υπάρχει και η παρανόηση αυτή.


Το 264 κάνουν καταστροφικές επιδρομές στην Λήμνο, Σκύρο, Αθήνα, Κόρινθο, Άργος και Σπάρτη, όπου και στην Πελοπόννησο φαίνεται να σταματά η καταστροφική τους πορεία. Εγκαθιδρύονται και ηττούνται στους επεκτατικούς τους πολέμους τα επόμενα χρόνια από τους Ρωμαίους και στον Νέστο και στην Ναϊσσό (Νίκαια), ενώ φαίνεται να συνεχίζουν να υπάρχουν σε 2 κέντρα, στο σημερινό Βελιγράδι και την Πελοπόννησο.

Υπηρετούν μάλιστα και τα Βυζαντινά στρατεύματα την εποχή του Ιουστινιανού. Άλλοτε πάλι εμφανίζονται σαν εχθροί. Το σίγουρο είναι ότι έχουν συνεχόμενη παρουσία για 3 αιώνες τουλάχιστον. Παίρνουν μέρος σε διάφορους πολέμους με τελευταία εμφάνισή τους στην Βυζαντινή ιστορία (αν δεν κάνω λάθος) σαν προσωπική φρουρά του Βελισάριου.

Ενώ οι περισσότεροι τους αναφέρουν σαν "Έρουλοι" (Heruli), υπάρχει και ο αναγραμματισμός τους, και αναφέρονται ως "Έλουροι" (Heluri) από τον Δέξιππο.

Τα πρώτο-Γερμανικά, σαν γλώσσα, δεν σώζονται. Ανασκευάζεται όμως μια γλώσσα όμως από τους Γλωσσολόγους που φαίνεται να μιλιόταν περίπου τον 3ο αιώνα μ.Χ. Ταυτίζεται δηλαδή ο χρονικός ορίζοντας με την άφιξη των Έρουλων / Έλουρων στον Ελλαδικό χώρο. Αν δηλαδή δεχτούμε ότι ήταν τελικά Γότθοι / Γερμανικό φύλλο αντί για Σκύθες, τότε αυτές οι λεκτικές υποθέσεις των πρωτο-Γερμανικών δεν πρέπει να είναι μακριά από την γλώσσα που μιλούσαν οι Έρουλοι. Εξηγεί μάλιστα πως τα Γερμανικά σε ορισμένες περιπτώσεις παρακάμπτουν την Λατινική και μοιάζουν να έχουν απ' ευθείας σύνδεση με λεκτικές ρίζες Ελληνικής προέλευσης. Είναι κάτι που δεν δέχονται ή δεν θέλουν να λάβουν υπ' όψιν τους αρκετοί γλωσσολόγοι, σταματώντας συχνά την έρευνά τους για τις Γερμανογενείς γλώσσες στα Λατινικά. Ευτυχώς τελευταία το κλίμα ανατρέπεται και έστω μαζί με άλλες ετερόχρονες πηγές (Λιθουανικά, Σλαβικά, Αλβανικά) αναφέρεται συχνά και η Ελληνική, σαν συγγενική προέλευση των ΙνδοΕυρωπαϊκών γλωσσών.

Σε αυτή τη φτιαχτή γλώσσα λοιπόν, η ρίζα *kel- δίνει την πρωτο-Γερμανική λέξη *helmaz, που σημαίνει κάλυμμα, κορυφή, κεφαλή. Από εκεί προέρχεται η σημερινή Αγγλική λέξη helmet αλλά και hill. Η ίδια ρίζα έχει δώσει στα Ελληνικά τις λέξεις κάλυμμα, καλύπτω, Καλυψώ, καλύβη, κέλυφος, κολεός (προστατευτικό κάλυμμα σπαθιού).

Αν τώρα πάρουμε ότι οι Heruli ονομάζονταν και Hel-uri, πιθανότατα να ονόμασαν αυτοί τα Αροάνια Όρη, σε Χελμός, σαν τον τόπο κατοικίας τους (για 3 αιώνες περίπου), και διατηρείται ταυτόχρονα η σημασιολογική συνέχεια αλλά και η υπακοή στους Γερμανικούς κανόνες σχηματισμού λέξεων.

Οι φωτογραφίες είναι της Λουκρητίας Γαϊτάνη.

Κάμπος, Ζάντα και Ζαμπόν από Γάμπα

Πλέον οι φίλοι οδηγούν την ετυμολογική αναζήτησή μου, που με δικές τους ερωτήσεις με παρακινούν, και αυτό μου δίνει ιδιαίτερη χαρά. Υποσχέθηκα λοιπόν να κοιτάξω το κάμπος, αφού νόμιζα ότι είχα ξανα-ασχοληθεί, δεν φρόντισα τότε να το καταγράψω. Το αποτέλεσμα είναι ευτυχές αφού βρήκα επιπλέον συνδέσει που δεν γνώριζα.

Ο Κάμπος λοιπόν βγαίνει από το Λατ. Campus.

Ο De Vaan βρίσκει συγγένειες στα Ελληνικά το καμπή, στα Λιθουανικά το kampas "γωνία" αλλά και στα Γοτθικά hamfs "μεταλλαγμένο, κουτσό, στραβό". Θεωρεί την σύνδεση δεδομένη, και την ρίζα υποστρωματική δηλαδή ξένης προέλευσης στην ΙνδοΕυρωπαϊκή οικογένεια.

Ο Σαραντάκος αποκλείει κάπως βιαστικά την σχέση Campus με το Ελληνικό καμπή βασισμένος κυρίως στην νοηματική τους απόσταση. Όμως και στο Liddel-Scott και αλλού, το Ελληνικό καμπή δίδεται σαν εναλλακτική ετυμολογία.

Σε όλα τα λεξικά που έψαξα όμως, η πρώτη σημασία που δίδεται για το αρχαίο καμπή δεν είναι η "κυρτότητα", αλλά στροφή ποταμιού και κατ' επέκταση δρόμου, και αργότερα του ιπποδρόμου. Που θα βρει κανείς ποτάμια που στρίβουν μια δεξιά μια αριστερά, παρά στους κάμπους.

Έτσι στα Λατινικά η πρώτη σημασία του Campus είναι αυτή του πεδίου, πρωτίστως προς καλλιέργεια και αργότερα προς ασκήσεις στρατού ή μάχης. Συμφωνεί σε αυτό ο Σαραντάκος. Έχουμε λοιπόν το Campus Martius όπου έκανε ασκήσεις ο στρατός της Ρώμης, από εκεί το Champ de Mars στο Παρίσι και το Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα.

Από την δεύτερη αυτή σημασία βγήκε το Λατ. campio / campionem "μαχητής, μονομάχος" και από εκεί στα Γαλλικά και Αγγλικά Champion με στρατιωτική έννοια στην αρχή, και αθλητική στη συνέχεια. Επίσης το Λατ. campagna και Γαλλικό campagne με την έννοια της στρατιωτικής εκστρατείας. Από εκεί έρχεται το Αγγλικό Campaign, απ' όπου πιθανότατα πήραμε τον όρο καμπάνια (διαφημιστική, πολιτική κλπ).  Υπάρχει και το Camp όπου ήταν στην αρχή η στρατοπέδευση και αργότερα με την σημερινή γενικότερη έννοια της κατασκήνωσης, και του κάμπινγκ.

Από την πρωταρχική σημασία των λατινικών, έρχεται η περιοχή Καμπανία στη Νάπολη (από εκεί μας έρχεται η καμπάνα και το καμπαναριό) και Champagne στη Γαλλία, απ' όπου προέρχεται και η περίφημη Σαμπάνια. Υπάρχει και η Ελληνική Καμπανία που ήταν η περιοχή στο Ρουμλούκι, δεν γνωρίζω όμως την αρχαιότητα αυτής της ονομασίας και μένει να το ψάξω στο μέλλον.

Από την καμπή, που είναι καμπά στα Δωρικά πέρασε και σαν gamba στα Λατινικά, απ' όπου το ξαναπήραμε σαν δάνειο για να περιγράψουμε την γάμπα.

Από το Λατ. gamba βγαίνει το Γαλλικό jante, απ' όπου έχουμε την "ζάντα", αλλά και το Jambon (χαμόν στα Ισπανικά, ζαμπόν στα γαλλικά), απ' όπου και πήραμε τη λέξη ζαμπόν. Τη λέξη αυτή την πήραν οι Γάλλοι από τη δημώδες Λατινική cambire "κνήμη", από την gamba.

Η σύνδεση καμπή/καμπά με τo Λατινικό campus δεν είναι αποδεδειγμένη, όπως με το gamba, είναι όμως πολύ πιθανή.

Μια σημείωση ακόμα, αρχίζει ο κόσμος και χρησιμοποιεί τη λέξη campus για την Πανεπιστημιούπολη (Αμερικάνικης προέλευσης), την χρησιμοποιεί έτσι όμως, στο Λατινικό αλφάβητο, για να αποδοθεί φωνητικά κάμ-πους, και όχι κά-μπους που θα παρέπεμπε φυσικά στον κάμπο.



Πηγές:
https://www.etymonline.com/word/campus#etymonline_v_644
https://lsj.gr/wiki/%CE%BA%CE%AC%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%82
https://lsj.gr/wiki/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AE
https://sarantakos.wordpress.com/2014/10/22/campus/
https://www.mixanitouxronou.gr/pos-i-lexis-zampon-ke-zanta-vgenoun-apo-ti-lexi-gampa-ti-schesi-echi-i-galliki-lexi-style-me-ton-archeoelliniko-stilo-pos-sindeete-o-koresmos-me-tous-kourous-ke-tis-kores/
https://www.news247.gr/sthles/skoufakia/zampon-akoma-mia-lexi-ellinikis-rizas.6615868.html

Wednesday 14 August 2019

Στο λάκκο με τους λάκκους

Στον κύκλο μου πλέον γνωρίζουν πόσο αγαπώ την ιστορία των λέξεων και τα έτυμά τους. Πριν λίγες μέρες ένας φίλος μου ζήτησε να ασχοληθώ με την λέξη λάκκος και πιθανή συγγένεια με το Αγγλικό lack (έλλειψη). Αναρωτηθήκαμε για πιθανά ομόηχα, όπως το Luck και το lacquer (λάκα). Ξεκίνησα λοιπόν και έμπλεξα σε ένα δαίδαλο που με πήγαινε μια στην Περσία και μια στα Σανσκριτικά.  Έφτασα σε κάποια συμπεράσματα και θα προσπαθήσω πολύ να τα βάλω σε μια τάξη. Ένιωθα να "σκάβω", ή σα να τραβάω "λαχνούς", αφού κάθε λέξη με οδηγούσε σε διαφορετική ή παρόμοια προέλευση.

λάκκος < αρχαία ελληνική λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)

και το *lókus αποδίδει σε διάφορες γλώσσες  το κέλτικο loch, το Λατ. Lacus, και διάφορα γερμανικά παράγωγα με την ίδια σημασία είτε λίμνη, είτε λακούβα.

Η λακούβα τώρα < σλαβική локва / lokva < πρωτοσλαβική *loky < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lokus Είναι δηλαδή ομόριζα με τον λάκκο. Η τροπή του ο>α θεωρείται βασική στην Ινδοευρωπαϊκή θεωρία και η υπόθεση είναι ότι έχει συμβεί σε διαφορετικούς χρόνους στις διάφορες γλώσσες.

Σκέφτηκα μετά να εξετάσω το λαγούμι, οι Έλληνες γλωσσολόγοι δίνουν την παρακάτω ετυμολογία και σταματούν εκεί.
λαγούμι <τουρκική lağım < αραβική لغم(laġam). Οι Άραβες όμως που τους νοιάζει η δικιά τους ετυμολογία επεκτείνουν την ιστορία της λέξης προς τα αρχαία Ελληνικά:
"From Ancient Greek λαχαίνω (lakhaínō, “to dig, to excavate”), from Ancient Greek λαχών(lakhṓn, “to obtain, to draw, to receive”), ultimately from Proto-Indo-European *lēk-(“string, twig, tendril”) from the pulling out of lots or herbage from the soil."

Καταλήγουμε όμως σε άλλη υπόθεση ΠΙΕ ρίζας, αυτή της *l
ēk-. Αυτή την αναπαραγωγή μόνο στους Άραβες την πετυχαίνω και πιθανολογώ ότι είναι λανθασμένη

Το λαχαίνω και λαχών όμως με παραπέμπουν στο λαχνό και το επιλαχών, που βρήκαν οι άραβες το σκάβω;

Πράγματι ερευνώ το λαχείο και το λαχνό < ρίζα λαχ- από το λαγχάνω που σημαίνει     "παίρνω με κλήρο", δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο.

Εξετάζω το λαχαίνω και βγαίνει επίσης από το λαγχάνω, σημαίνει "αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση", τυχαίνω αλλά και σκάβω. Σκάβω επειδή αφαιρώ μερίδιο του όλου τμηματικά, κάνω δηλαδή νομή (οικονομία σημαίνει νομή τα του οίκου), διανέμω το χώμα, την ύλη από το έδαφος.

Παράγωγό του λαχαίνω είναι το λάχανο. < αρχαία ελληνική λάχανον < λαχαίνω (σκάβω)

Ο κλήρος, όπως και η ψηφοφορία όμως στην αρχαιότητα επίσης γινόταν με πέτρες και οβολούς ή όστρακα, γνωστό και το εξοστρακίζω, ψηφίζω (από την ψήφο / ψηφίδα δηλαδή μικρά σφαιρίδια) με όστρακα ενός χρώματος ή του άλλου, με αποτέλεσμα αυτός που καταψηφίστηκε να εξοστρακιστεί.

Το διανέμω παραπάνω όμως μου θύμισε τους Λακεδαίμονες, όπου βρίσκουμε πάλι το λακ- από το λαχαίνω. Οι φιλόλογοι τώρα το ετυμολογούν είτε με το δαίμων είτε με το δάμος (δήμος στη δωρική).

δαίμων < αρχαία ελληνική δαίμων, Θεός, Μοίρα (παράγεται από το ρ. δαίω : μοιράζω στον καθένα την τύχη του).)

Παραθέτω για το δέω:
"Ἐτυμ.: κατὰ τινας ἐκ ῥ. δα- τοῦ δαίω=μοιράζω, τρόπον τινὰ δαίμων=ὁ διαμοιραστής, πρβλ. Ἡσυχ. «ἰσοδαίτης ὑπ’ ἐνίων ὁ Πλούτων» ἡ=ὁ λαχὼν, ὁ κληρωθεὶς κατὰ τὴν διανομήν, κλῆρος, τύχη΄ < *dei-, πρβλ. δαίομαι καὶ ἀγγλοσαξ. tima, ἀγγλ. time (χρόνος), παλ-γερμ. *tῑman- (περίοδος) < ἰαπ. *di-. "

για το δῆμος τώρα <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- που στα Ελληνικά δεν είναι άλλο από την ρίζα δα-
τοῦ δαίω όπως και παραπάνω.

Είτε με την μία είτε με την άλλη ετυμολογία, Λάκεδαίμωνες είναι αυτοί που έλαβαν γή από κλήρο, πιθανότατα λοιπόν οι "κληρονόμοι".

Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ σε νοηματική αντιπαράθεση το Αγγλικό lottery (είδος κλήρωσης) και "a lot" (πολύ) που ετυμολογείται από το lot "κομμάτι γής, μέρισμα,
παίρνω με κλήρο, δηλαδή ένα μερίδιο από το σύνολο" (ακριβώς ότι και το λαγχάνω), το οποίο lot έχει Γερμανικές ρίζες (αναπαραγόμενη Πρωτο Γερμανική ρίζα *khlutom, μια υπόθεση δηλαδή).

Υπάρχει μιά ετυμολογία της Ανδαλουσίας στην Ισπανία από αυτή την ρίζα και την παραθέτω:
"Al-Andalus/Andalucia : Landahlauts: An etymology was advanced recently by H. Halm in Al-Andalus und Gothica Sors, in Welt des Oriens, 66, 1989, pp 252-263, and offers an interesting explanation. According to him the name "Al-Andalus" is simply an Arabic rendition of the Visigothic name given to the Roman province of Baetica, "Landahlauts" (allotted, inherited, drawn land), in its phonetic form — "landalos" — became easily and spontaneously, to Arabic ears, "Al-Andalus"

Σε Γαλλικό λεξικό βρίσκω το hlauts ότι στα Γοτθικά σημαίνει "κληρονομιά"

Είπα να μην σταματήσω και να ψάξω και κάποια ομόηχα.

lacquer λάκα)Borrowed from French lacque (“a sort of sealing wax”), from Portuguese lacalacca(“gum lac”), from Persian لاک‎ (lāk), from Hindi लाख (lākh), from Sanskrit लाक्षा (lākṣā)

Ψάχνοντας το Ινδουιστικό lākh και το Σανσκριτικό lākṣā βρίσκω τις έννοιες "κόκκινο", "λάκα (που είναι ένα είδος κόκκινου ρετσινιού που ευδοκιμεί στην Ινδία)" αλλά και το αριθμητικό 100.000

Η Ινδική ετυμολογία του lākh όμως δεν ετυμολογείται από το lākṣā (ρετσίνι) αλλά από το lakkha που σημαίνει (Ω! τί έκπληξη) μερίδιο, τρόπαιο, απολαβή από κλήρο, και ποντάρισμα.

To Αγγλικό Lack (έλλειψη), ετυμολογείτε απο το Ολλανδικό lak <laken. Αναπαράγεται πρωτο-γερμανική ρίζα *laka- την οποία όμως ουδείς συνδαίει με το λαχαίνω ή το λάκκο. Αντί αυτού προτείνεται και μάλλον έχει ευρύτερη αποδοχή μία σύνδεση με το Λατινικό Legere.

Μου έμεινε μόνο το Luck, όπου και λόγω το νοήματος περίμενα να είναι και αυτό σχετικό, το ετυμολογούν όμως από μεσο-Ολλανδικό gheluc.

O beekes τώρα δίνει την δικιά του ετυμολογία στο λαγχάνω και την ετυμολογική του οικογένεια.

"Old forms are the o-grade perf. λέλογχα, λόγχη and the zero grade aor. λαχεῖν, λάξις. Later, εἴληχα, λήξομαι, λῆξις, etc. arose as innovations by analogy with εἴληφα, λήψομαι, λῆψις (after λαγχάνω : λαμβάνω, λαχεῖν : λαβεῖν). No known cognates exist. A noteworthy agreement with Λάχεσις is Messap[ic]. Logetibas [dat.pl.], to which belongs Λάγεσις· θεός. Σικελοί (H.); if correct, it must be an old loan […]."
Beekes RSP · 2010 · Etymological dictionary of Greek: 821

Για τον Beekes λοιπόν η Ελληνική ρίζα είναι λεγχ-, ούτε *lēk-, ούτε *lókus.

Για να το κλείσω έριξα μια ματιά και στο Liddel-Scott όπου αναφέρουν το λάξις.
λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.

Πληροφορούμαι επίσης ότι το λάξις είναι η ιωνική μορφή του αττικού λῆξις,
λῆξις: (Α), εως, ἡ, (√ΛΑΧ, λαγχάνω, λήξομαι) ὁ καθορισμὸς ἢ διορισμὸς διὰ κλήρου, ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 765D· αἱ λ. τῶν κλήρων Ἀριστ. Ἀποσπ. 396. 2) μέρος ἀπονεμόμενον διὰ κλήρου, Πλάτ. Νόμ. 740A, 747E, Κριτί. 109C, 113B· πρβλ. λάξις. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, λῆξις δίκης ἢ μόνον λῆξις, ἔγγραφος κατηγορία ἐγχειριζομένη εἰς τὸν ἄρχοντα ὡς τὸ πρῶτον βῆμα ἐν ἰδιωτικῇ δίκῃ, σχεδὸν = ἔγκλημα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D, Ἰσαῖ. 84. 24, Αἰσχίν. 9. 30· πρβλ. λαγχάνω Ι. 3· σπανιώτατα ἐπὶ δημοσίων δικῶν, ὡς παρὰ Δημ. 999. 14. 2) λῆξις τοῦ κλήρου ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς τὸν ἄρχοντα γινομένη αἴτησις (ἀπαιτουμένη παρὰ πάντων πλὴν τῶν κατ’ εὐθεῖαν ἀπογόνων τοῦ θανόντος) πρὸς νόμιμον κατοχὴν κληρονομίας, τοῦ κλήρου... λαχεῖν τὴν λ. ἠξίωσεν Ἰσαῖ. 38. 8. Πρβλ. Att. Process, σελ. 462, 594 κἑξ.

Wednesday 31 July 2019

Νεκταρ, Nectar

Το νέκταρ παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία.

Το νέκταρ είναι κάτι εύγευστο και είναι επίσης ο χυμός των λουλουδιών που συλλέγουν οι μέλισσες. Μαζί με την αμβροσία είναι η τροφή των αρχαιοελληνικών θεών και σημαίνουν το ίδιο.

Αμβροσία είναι το στερητικό α(ν > μ) + Βροσία < βροτός < μορτός, δηλαδή έχει την ετυμική σημασία μη θνητός / αθάνατος.

Πάμε στο νέκταρ, όπου είναι σύνθετη λέξη με τις ρίζες νεκ + τάρ.

Νεκ- < νεκύς και ομόριζο του νεκρός. Η ρίζα *neḱ- παράγει στα λατινικά τα nex (δολοφονία, βίαιος θάνατος), neco (σκοτώνω), noceo (τραυματίζω, προκαλώ φθορά), noxa και noxia (τραύμα, φθορά). Aπαντάει και σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως τα Τοχαρικά και τα Σανσκριτικά.

Από τις Ελληνικές και Λατινικές λέξεις παράγονται πολλές άλλες λέξεις όπως για παράδειγμα τα Αγγλικά innocent, innocuous, internecine, necro-, necropolis, necrosis, necromancy, nectar, nectarine, nociceptive, nocuous, noxious, nuisance, obnoxious, pernicious.

ταρ <από ρίζα *-tr̥h₂ < *terh₂-

Το αγγλικό through και το λατινικό trāns διατηρούν την κυριολεκτική σημασία "διαβαίνω", και από το Λατ. Transeo βγαίνει το transit και transition.

Πέρα από  το διαβαίνω το *terh₂- έχει καιτην σημασία του "υπερβαίνω, υπερισχύω". Στα Ελληνικά απαντά στην λέξη τρανός, αυτός που υπερβαίνει το κανονικό, και στο τερθρόν (άκρη, αρχή ή απόληξη). Το τέρθριο σε ναυτικούς όρους είναι το σχοινί που κρέμεται από την άκρη του καταρτιού. Έχει δώσει στα Λατινικά επίσης το trado, από το trāns (“απέναντι, πέρα”) + (“δίδω”) από όπου τα contrādō και trāditiō και είναι εύκολο να δούμε σε αυτές τις λέξεις απογόνους στα Αγγλικά: trade, contradiction, tradition αλλά και tray.

Από την ίδια ρίζα προέρχονται τo Ολλανδικό door και το Γερμανικό durch. Στην Αβεστική γλώσσα, τα Περσικά, Σανσκριτικά κλπ υπάρχουν λέξεις που σημαίνουν "πέρασμα ή διαβαίνω",

Νεκταρ λοιπόν είναι η νίκη του θανάτου.



Thursday 20 June 2019

Ατρεκέστατος

Αυρεκέστατος < ἀτρεκής < α + τρέπω = απαθής, γνήσιος, πραγματικός.