Πο-τηρ, Κρα-τηρ, Πα-τηρ, Μή-τηρ, Φρα-τηρ, Θυγα-τηρ
Το ποτήρι δοχείο που πίνουμε (πο-)
Κρατήρας δοχείο που αναμειγνύουμε (κρα- από το κεράννυμι - ανακατέυω) οίνο και ύδωρ.
Πα-τηρ, διαβάζω σε πολλά φόρα την έννοια "προστάτης", αντίθετα το πα- δίνεται ως ΙΕ ρίζα σαν κτητικό. Πιθανολογώ ότι Πατήρ είναι γιατί η οικογένεια είναι δικιά του, είναι δηλαδή πατριαρχική η δομή της. Στα Φρυγικά ο πατέρας είναι πατόρης. Η κατάληξη δηλαδή αλλάζει πολύ. Πάτρα στα δωρικά/μακεδονικά Πατρίς στην Ιωνική. Άρα Πατρίδα δεν είναι απλά η (πατρο) γονική μας πατρίδα, αλλά με την έννοια της κτητικότητας από το "πα-", τα μέρη τα "δικά μας".
Όλα τα οικογενειακά έχουν παρόμοια δομή.
Μήτηρ (Δωρικός τύπος μάτηρ / νομίζω παμφυλικά μάτερ αλλά δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω / φρυγικά και ινδο-ιρανικά μάταρ.) Παγκοσμίως όλες σχεδόν οι παγανιστικές λατρείες λάτρευαν την φύση ως μητέρα και ζωοδόχο. Αν -τηρ είναι το δοχείο, Μα/η- είναι η ζωή (παρετυμολογικά).
Ψάχνοντας την ετυμολογία, οι (ξένοι) ετυμολόγοι αποδίδουν την ρίζα στο ΠΙΕ -meh2, αλλά δεν το επαναφέρουν στην μητέρα, αντίθετα αυτή η ρίζα αποδίδει τα Λατινικά maturus και manus απ' όπου βγαίνουν τα Αγγλικά "mature" και "man" αλλά και "mania". Η δικιά μας μανία από την άλλη βγαίνει από το μανθάνω με τελική ΠΙΕ ρίζα το -men (σκέπτομαι), άρα η πρώτη πρίπτωση είναι λάθος και αρχίζω να γέρνω προς την παρετυμολογία που έφτιαξα.
Φρα-τήρ (Ιωνική Φρήτωρ / Φρυγικά Βράτερε / Ινδοιρανικά Βράταρ / Λυδικά Μπράφρ-σις)
Θυγα-τήρ, ομηρικά θύγατρα, μυκηναϊκά tu-ka-te, και σε Λουβική Ιερογλυφική tú-wa/tuwatar/ (προφορά τουάτρα). Στη Λυκική (Λυκία) είναι Κφάτρα
Στο Wictionary δίνουν το νόημα, "the (potential) suckler, the one that draws milk"; compare Sanskrit दुहे (duhé) / दुग्धे (dugdhe)
Στο -τηρ τώρα σαν δεύτερο συνθετικό αποδίδεται η ιδιότητα, το αντικείμενο ή το πρόσωπο, που θα υποβοηθήσει την ενέργεια του πρώτου συνθετικού. Είναι επίσης καταλήξεις ουσιαστικών από ρήματα σε -τώ πχ Νίπτω>Νιπτήρ.
Προσθέτωντας διάφορα ρήματα παίρνουμε διάφορα νοήματα, παραθέτω από το wictionary:
δίδωμι (dídōmi, “to give”) + -τήρ (-tḗr) → δωτήρ, δοτήρ (dōtḗr, dotḗr, “a giver”)
καθίημι (kathíēmi, “to let down, descend”) + -τήρ (-tḗr) → καθετήρ (kathetḗr, “anything let down into”)
κλύζω (klúzō, “to wash, cleanse”) + -τήρ (-tḗr) → κλυστήρ (klustḗr, “a clyster-pipe, syringe”)
ἵστημι (hístēmi, “to stand”) + -τήρ (-tḗr) → στατήρ (statḗr, “a weight”)
χαράσσω (kharássō, “to engrave”) + -τήρ (-tḗr) → χαρακτήρ (kharaktḗr, “an engraver”)
Το χαράσσω και το γράφω το είχα ψάξει παλαιότερα, επιφυλάσομαι για νεότερη ανάρτηση.
Το ποτήρι δοχείο που πίνουμε (πο-)
Κρατήρας δοχείο που αναμειγνύουμε (κρα- από το κεράννυμι - ανακατέυω) οίνο και ύδωρ.
Πα-τηρ, διαβάζω σε πολλά φόρα την έννοια "προστάτης", αντίθετα το πα- δίνεται ως ΙΕ ρίζα σαν κτητικό. Πιθανολογώ ότι Πατήρ είναι γιατί η οικογένεια είναι δικιά του, είναι δηλαδή πατριαρχική η δομή της. Στα Φρυγικά ο πατέρας είναι πατόρης. Η κατάληξη δηλαδή αλλάζει πολύ. Πάτρα στα δωρικά/μακεδονικά Πατρίς στην Ιωνική. Άρα Πατρίδα δεν είναι απλά η (πατρο) γονική μας πατρίδα, αλλά με την έννοια της κτητικότητας από το "πα-", τα μέρη τα "δικά μας".
Όλα τα οικογενειακά έχουν παρόμοια δομή.
Μήτηρ (Δωρικός τύπος μάτηρ / νομίζω παμφυλικά μάτερ αλλά δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω / φρυγικά και ινδο-ιρανικά μάταρ.) Παγκοσμίως όλες σχεδόν οι παγανιστικές λατρείες λάτρευαν την φύση ως μητέρα και ζωοδόχο. Αν -τηρ είναι το δοχείο, Μα/η- είναι η ζωή (παρετυμολογικά).
Ψάχνοντας την ετυμολογία, οι (ξένοι) ετυμολόγοι αποδίδουν την ρίζα στο ΠΙΕ -meh2, αλλά δεν το επαναφέρουν στην μητέρα, αντίθετα αυτή η ρίζα αποδίδει τα Λατινικά maturus και manus απ' όπου βγαίνουν τα Αγγλικά "mature" και "man" αλλά και "mania". Η δικιά μας μανία από την άλλη βγαίνει από το μανθάνω με τελική ΠΙΕ ρίζα το -men (σκέπτομαι), άρα η πρώτη πρίπτωση είναι λάθος και αρχίζω να γέρνω προς την παρετυμολογία που έφτιαξα.
Φρα-τήρ (Ιωνική Φρήτωρ / Φρυγικά Βράτερε / Ινδοιρανικά Βράταρ / Λυδικά Μπράφρ-σις)
Θυγα-τήρ, ομηρικά θύγατρα, μυκηναϊκά tu-ka-te, και σε Λουβική Ιερογλυφική tú-wa/tuwatar/ (προφορά τουάτρα). Στη Λυκική (Λυκία) είναι Κφάτρα
Στο Wictionary δίνουν το νόημα, "the (potential) suckler, the one that draws milk"; compare Sanskrit दुहे (duhé) / दुग्धे (dugdhe)
Στο -τηρ τώρα σαν δεύτερο συνθετικό αποδίδεται η ιδιότητα, το αντικείμενο ή το πρόσωπο, που θα υποβοηθήσει την ενέργεια του πρώτου συνθετικού. Είναι επίσης καταλήξεις ουσιαστικών από ρήματα σε -τώ πχ Νίπτω>Νιπτήρ.
Προσθέτωντας διάφορα ρήματα παίρνουμε διάφορα νοήματα, παραθέτω από το wictionary:
δίδωμι (dídōmi, “to give”) + -τήρ (-tḗr) → δωτήρ, δοτήρ (dōtḗr, dotḗr, “a giver”)
καθίημι (kathíēmi, “to let down, descend”) + -τήρ (-tḗr) → καθετήρ (kathetḗr, “anything let down into”)
κλύζω (klúzō, “to wash, cleanse”) + -τήρ (-tḗr) → κλυστήρ (klustḗr, “a clyster-pipe, syringe”)
ἵστημι (hístēmi, “to stand”) + -τήρ (-tḗr) → στατήρ (statḗr, “a weight”)
χαράσσω (kharássō, “to engrave”) + -τήρ (-tḗr) → χαρακτήρ (kharaktḗr, “an engraver”)
Το χαράσσω και το γράφω το είχα ψάξει παλαιότερα, επιφυλάσομαι για νεότερη ανάρτηση.
No comments:
Post a Comment