Friday, 11 August 2017

Ρίγος, Φρίκη, Αφρική και Freak

Ρίγος < ῥῖγος και άρα (F)ρῖγος
Πιθανό να σχετίζεται με την φρίκη.
Φρίκη < Φρίξ και Φρίσσω, φριξός, φριχτός.

Η φρίκη έχει δύο νοήματα που πιθανότερο όμως είναι να συνδέονται.
1. ο μικρός κυματισμός
2. το ανατρίχιασμα λόγω κρύου, φόβου, έντονης συγκίνησης

Ο φριξός μπορεί να σημαίνει και αυτόν που τον έχει κατακλήσει η Φρίκη, αλλά και αυτόν που την προκαλεί, τον τρομαχτικό και τρομερό.

Ενδιαφέρον είναι το σύνθετο παράγωγο Αφρική, σε συνδυασμό με το στερητικό "α-".

Το Αγγλικό Freak δεν περνάει από το νου τους να το συνδέσουν οι Άγγλοι ετυμολόγοι αν και τελικώς η ετυμολογία του είναι άγνωστη.

freak (n.1)
1560s, "sudden and apparently causeless turn of mind," of unknown origin. Perhaps it is from a dialectal survival of a word related to Middle English friken "to move nimbly or briskly," from Old English frician "to dance" [OED, Barnhart]. There is a freking attested in mid-15c., apparently meaning "capricious behavior, whims." Or perhaps from Middle English frek "eager, zealous, bold, brave, fierce"

Και τα 2 νοήματα όμως παραμένουν σταθερά με τις 2 Ελληνικές εκδοχές.
Το friken "to move nimbly or briskly," from Old English frician "to dance" ταιριάζει με το πρώτο, τον κυματισμό, ενώ το frek "eager, zealous, bold, brave, fierce" ταιριάζει με τον "φριξό"

Wednesday, 19 July 2017

Fool, Follia, Φολλίς

From www.etymonline.com I gather the following:

fool (adj.)
{c. 1200, "sinful, wicked; lecherous" (a fool woman (c. 1300) was "a prostitute"), from fool (n.1).}

and ... fool (n.1)
{early 13c., "silly, stupid, or ignorant person," from Old French fol "madman, insane person; idiot; rogue; jester," also "blacksmith's bellows," also an adjective meaning "mad, insane" (12c., Modern French fou), from Medieval Latin follus (adj.) "foolish," from Latin follis "bellows, leather bag," from PIE root *bhel- (2) "to blow, swell."

The sense evolution probably is from Vulgar Latin use of follis in a sense of "windbag, empty-headed person."}

Etymonline is a relible eymological source for me as it has managed to index the most expensive etymological dictionaries, I would not have had access to if it wasn't for this online tool.

I believe though the linguists here are myopic and overeager to resolve the etymology of Latin follis and connect it with a PIE root, overlooking the greek connection, probably influenced by the use of Vulgar Latin as stated just above.

Considering the use of fool is attested very early, Vulgar latin may have been influenced back by the use of the word, not of course necessarily in English, but by the use of the "sinful, wicked; lecherous" meaning of the word in other languages of the time.

Linguists simply cannot overlook the Greek use of word, especially when there is no sign of evolution, but the word is carried over as identical.

Φολλίς (follis) in Greek means a thin layer, it most probably of aiolic origin and was later used in Roman and Byzantine times to describe a greenish cheap coin with a silver outer layer, the folla (plural follia). The name carries on well into the 14th century in the form of trifollaro (greek form) trifollaris (latin version). 1 trifollaro = 3 follia.

So usage of this coin surpasses historically even that of a fool woman, the prostitute, which in turn may be derived from folla, meanning "cheap".

To this I will add the alternate PIE root etymology that was proposed and overlooked in favour of the PIE root *bhel- (2) "to blow, swell", and that is from PIE root *dʰolyom (*dʰel- (“be green”)). Green was the colour that these coins often took after some time because of the low quality of silver, so there may well be a meaningfull connection.

The Greek φολίς (flake) wtith 1 "λ", has an unknown etymology, so it may be a simplification of φολλίς, hence the similarity in meaning.


Sources:
https://en.wikipedia.org/wiki/Follis
https://en.wiktionary.org/wiki/folium#Latin
http://www.etymonline.com/index.php?allowed_in_frame=0&search=fool
https://en.wikipedia.org/wiki/Follis#/media/File:Galerius_follis.jpg

Jinx, Ίυγξ (wryneck, Θερκοπούλι)

jinx (n.)
1911, American English, originally baseball slang; perhaps ultimately from jyng "a charm, a spell" (17c.), originally "wryneck" (also jynx), a bird used in witchcraft and divination, from Latin iynx "wryneck," from Greek iynx.

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ίυγξ είναι γνωστή μία θυγατέρα του θεού Πάνα και της Νύμφης Ηχούς. Αναφέρεται ότι η Ίυγξ έδωσε στον Δία να πιει το μαγικό φίλτρο του έρωτα, που του προκάλεσε τον ασίγαστο ερωτικό πόθο για την Ιώ. Για τον λόγο αυτό, η ζηλιάρα Ήρα τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο πουλί (το σημερινό jynx torquilla της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ως ξόρκι του έρωτα. Π.χ. δίνεται από τη θεά του έρωτα Αφροδίτη στον Ιάσονα, ο οποίος περιστρέφοντάς το και απαγγέλλοντας κάποιες μαγικές λέξεις προκαλεί τον έρωτα στη Μήδεια.

Σε μία άλλη παράδοση, η Ίυγξ ήταν κόρη του Πιέρου, που με τις αδελφές της προκάλεσαν σε διαγωνισμό τις Μούσες, έχασαν και η Ίυγξ μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο πτηνό (σήμερα γνωστό ως θερκοπούλι).

In Greek mythology, Iynx was an Arkadian Oreiad nymph; a daughter of the god Pan and either Peitho or Echo. She cast a spell on Zeus which caused him to fall in love with Io. In consequence of this, Hera metamorphosed her into the bird called iynx (Eurasian wryneck, jynx torquilla).

According to another story, she was a daughter of Pierus, and as she and her sisters had presumed to enter into a musical contest with the Muses, she was changed into the bird iynx. This bird, the symbol of passionate and restless love, was given by Aphrodite to Jason, who, by turning it round and pronouncing certain magic words, excited the love of Medea.


Sources:
http://www.etymonline.com/index.php?allowed_in_frame=0&search=jinx
https://en.wikipedia.org/wiki/Iynxhttps://el.wikipedia.org/wiki/Ίυγξ

Monday, 12 June 2017

A place to bury strangers

Μία ονομασία ενός συγκροτήματος η έμπνευση της σημερινής αναζήτησης. Από δημοσίευση της Νίκης Τ. στην ομάδα Shoegaze - Dream pop (Greece) που αφορά στους A place to Bury Strangers.

Place < Lat. Platea "open space" < Grk. Plateia Odos "wide road"

Bury < Old Eng. byrgan "to raise a mound, hide, bury, inter," < Proto-Germanic *burzjan- "protection, shelter" < PIE root *bhergh- "high" < according to Beekes of Pre-Greek origin (Pyrgos < Pergamon)

Stranger < Old French estrange "foreign, alien, unusual, unfamiliar, curious; distant; inhospitable; estranged, separated" (Modern French étrange), < Latin extraneus "foreign, external, from without" (πηγή και του Italian strano "strange, foreign," Spanish extraño). Οι Άγγλοι και Γάλλοι ετυμολόγοι σταματούν την ετυμολογική τους ανάλυση εδώ. Δύναται όμως περαιτέρω ανάλυση, που εξηγεί και την έννοια καλύτερα.

Extraneus πιθανολογείται μάλλον < Lat. ex < PIE ex (Grk έξω) + Lat. terra (land) < Grk teresesthai "to become or be dry," tersainein "to make dry;" συγγενές με τα μεταγενέστερα Sanskrit tarsayati "dries up;" Avestan tarshu- "dry, solid;". Συγκρίνετε σε αυτή την περίπτωση με το "Mediterraneus"
Εναλλακτικά το Extraneus είναι συγγενές του exter, συγκριτικός βαθμός του έξω. Συγκρίνετε με το Lat. interior (συγκριτικός βαθμός του μέσα) και το Grk enteron (συγκριτικός βαθμός του μέσα). Αυτή την τελευταία φαίνεται να προτιμούν οι ίδιοι οι Ιταλοί που ετυμολογούν το Extraneus από την ρίζα extra και την κατάληξη -aneus, και αντίστοιχα το extra από το exter + την κατάληξη -a.

Sunday, 21 May 2017

Deal

Deal

I was caught up in an online conversation about the etymology of "Hellas" and "Helen". In the comments a commentator mentioned the menunos father, from the movie "my big fat Greek wedding", and he got a ton of requests from other users, to trace the Greek origins of random words.

One user in particular, Turgon92, asked for the etymology of "Deal" so I looked it up just for fun, and the results I got really caught me by surprise.

It seems the English Deal comes from IndoEuropean root "dail-"
To divide. Northern Indo-European root extended from *da(h2)i‑ (see -).
deal1, from Old English dǣlan, to share, from Germanic *dailjan.

So dail- comes from "-" so I look that up, as requested by the entry, and it seems it is a simplified form of "dai-"
To divide. Oldest form *deh2‑, colored to *dah2‑, becoming *‑.
Variant *dai‑, from extended form *daəi‑, with zero-grade *‑ (< *diə‑, metathesized from *dəi‑).
Root form *dai‑. geodesy, from Greek daiesthai, to divide.

????

and this is not from some ethnocentric Greek bull, it's from the American Heritage Dictionary

So Deal < from Old English dǣlan < from Germanic *dailjan < from PIE dail- < from PIE - which is a simplified version of an older form < *deh2‑, colored to *dah2‑, becoming *‑, which root come from Greek dai- found in the Greek words daiesthai, to divide and daimon  (yes, demon)

From the root *‑ comes  demos, which gives deme, demos, demotic; demagogue, demiurge, democracy, demography, endemic, epidemic, pandemic
and also a suffixed variant form *dī-ti‑ which evolves to the English word Tide. (!!!!!!)

Also a suffixed variant form *dī-mon‑ gives the word time, from Old English tīma, time, period, from Germanic *tīmōn‑.

Unbelievable stuff.

My source:
https://www.ahdictionary.com/word/indoeurop.html#dā-
https://www.ahdictionary.com/word/indoeurop.html#dail-



Κραφτ & βερκ (Kraft & Werk)

Το kraft με δυσκόλεψε αλλά κοιτάξτε να δείτε τί βρήκα.

Το craft οι άγγλοι το ετυμολογούν από το Γερ. Kraft από το ΠρωτοΓερμανικό *kraftaz (“strength, power”), που οι Γερμανοί ετυμολογούν από Proto-Indo-European *ger- (“to turn, wind”).

Το πρόβλημα είναι ότι σε όλα τα λεξικά των ινδοευρωπαϊκών ριζών δεν υπάρχει λήμμα *ger- σε αυτή την καθαρή μορφή. Επίσης στις Γερμανικές γλώσσες περιορίζεται σε νόημα σε αυτή τη μορφή.

Δεν μπόρεσα να μην κάνω την σύνδεση με το γερός αφού . Το γερός όμως δεν είναι αρχαίο, αλλά απαντάται στην κοινή, ας πούμε από τα χρόνια του Αλέξανδρου.

Δείτε τί όμορφη ετυμολογία που έχει:
γερός < ελληνιστική κοινή γερός< *ὑγηρός < αρχαία ελληνική ὑγιηρός < ὑγιής

Τα "Πρωτο-Γερμανικά" θεωρούνται ότι μιλούνταν από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, ενώ η κοινή από τον 4ο αιώνα π.Χ., δέν έχουν παραπάνω από 150-200 χρόνια διαφοράς έναρξης. Φυσικά και υπήρχε μεγάλο διάστημα κοινής ομιλίας.

Δεδομένου
α) του περιορισμένου νοήματος του "Kraftaz" (οι γηγενείς ρίζες παράγουν περισσότερα νοήματα)
β) της χρονικής ταυτότητας
γ) της γεωγραφικής δυνατότητας επαφής
δ) τη διάδοση της κοινής (Οι κέλτες αυτή την εποχή γράφουν με Ελληνικό αλφάβητο και χρησιμοποιούν πολλές Ελληνικές λέξεις) μόνο μετά τα μισα του 1ου αιώνα π.Χ. οικειοποιούνται το Λατινικό αλφάβητο
ε) την ετυμολογία που δίνουν οι ίδιοι οι Γερμανοί
στ) την απουσία άλλης ετυμολογικής ιστορικότητας της ρίζας *ger- από άλλες Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες, και
ζ) την εξέλιξη της Ελληνικής λέξης,

οι Γερμανοί, κατά πάσα πιθανότητα δανείστηκαν την λέξη και το νόημά της, από την κοινή Ελληνική και όχι από την αρχαία.

Το Werk έχει διερευθυνθεί αρκετά.

From Old High German werc, werh, werk, from Proto-Germanic *werką, from Proto-Indo-European *wérǵom, η οποία ρίζα δίνει νοήματα σε διάφορες γλώσσες:

Armenian: գործ (gorc), Slavic: *vьrša (“fishing basket, osier fish-trap”) (possibly), Celtic: *wergā, Old Irish: ferg (“anger”), Welsh: gwery (“active, lively”), Germanic: *werką (see there for further descendants), Sanskrit: वर्ज (varja, adj.), Avestan: (varəzəm), Tocharian A: wark (“wickerwork”)

Τα Ελληνικά όμως είναι αδιαμφισβήτητα η σημαντικότερη πηγή στη διαμόρφωση της ΠΙΕ ρίζας:
Hellenic: *wérgon
Ancient Greek: ἔργον (érgon)
Doric Greek: ϝέργον (wérgon)
Elean Greek: ϝάργον (wárgon)

Wednesday, 22 February 2017

Ποδόσφαιρο, Football

Ποδόσφαιρο in Greek is rather easy as it is a compound word of ancient Greek words πους and σφαίρα, meaning foot and ball.

Πους related to Latin ped Old English fot and English foot.
Alternate Greek forms: πῶς (pos), Doric πός (pos), Laconic πόρ (por), Ionic κῶς (kos).
The ionic form is most interesting, I wonder if it evolved somewhat different, giving other words in the future. The island Kos (attested since the Iliad) was part of the Doric Hexapolis, it must not be related.

Σφαίρα not related, but I can't get to an etymology either.

Football in english is comprised of the same two compounds, foot and ball.
Foot (n.)
"terminal part of the leg of a vertebrate animal," Old English fot "foot," from Proto-Germanic *fot (source also of Old Frisian fot, Old Saxon fot, Old Norse fotr, Danish fod, Swedish fot, Dutch voet, Old High German fuoz, German Fuß, Gothic fotus "foot"), from PIE root *ped- (1) "a foot" (source also of Avestan pad-; Sanskrit pad-, accusative padam "foot;" Greek pos, Attic pous, genitive podos; Latin pes, genitive pedis "foot;" Lithuanian padas "sole," peda "footstep").
http://www.etymonline.com/index.php?term=foot

Now concerning ball there is a little confusion because the English linguists only go as so far as the Germanic languages are concerned, but do go to the trouble to tie it from PIE *bhel- (2) "to blow, inflate, swell" and give a bunch of derivatives: (source also of Greek phyllon "leaf," phallos "swollen penis;" Latin flos "flower," florere "to blossom, flourish," folium "leaf;" Old Prussian balsinis "cushion;" Old Norse belgr "bag, bellows;" Old English bolla "pot, cup, bowl;" Old Irish bolgaim "I swell," blath "blossom, flower," bolach "pimple," bolg "bag;" Breton bolc'h "flax pod;" Serbian buljiti "to stare, be bug-eyed;" Serbo-Croatian blazina "pillow").
http://www.etymonline.com/index.php?term=ball
http://www.etymonline.com/index.php?term=bole

But another PIE root for to blow, inflate, swell exists and it is *bew- which gives words in Germanic languages only, which mean "Tree trunk".
https://en.wiktionary.org/wiki/Reconstruction:Proto-Germanic/b%C5%ABl%C5%8D

They avoid the Italian and Latin influence, let alone the Greek one.  The word the Italians use is Balla, and a word in use modern Greek too μπάλα (loan from Italian). Now looking at the italian etymology, I found something very interesting, the tie to one of the Godess Athena epithets. The italian etimology stated it either originates with Germanic, or with greek βάλειν and/or πάλλας
http://www.etimo.it/?term=balla

Βάλλω is derived by linguists by a different PIE root *gʷl̥-ne-h₁- < *gʷelH-
and which in consensus does give the Latin ballō and from there the Italian ballo, meaning "a dance" or "ball"
https://en.wiktionary.org/wiki/ballo#Latin

Someone is obviously wrong, and I suspect someone oversimplified the changes words underwent, or simply was driven by a kind of wishfull thinking scientists often fall in, by predetermining the outcome of their own research, as there is no linguist who is not himself a speaker of some language, and thus himself immersed in a cultural sub-context.
I don't have the knowledge to pass judgement on who is right, I am not a linguist myself, I have only studied Communication and Philosophy, but will make a note of this and continue searching.

As for Πάλλας, this gives πάλλω (throb), but also Παλλάδα (probably meaning virgin, but may also mean pure, shinning, protector etc.), παλλάδιο (palladium), παλληκάρι (stalwart), παλλακίδα (concubine)
https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1

I want to thank Chrissa Marasli for pointing out there's something going on with the etymology of the word "ball".

Saturday, 18 February 2017

Life, Ζωή.

Στα Αγγλικά:
Η λέξη life ετυμολογείται από το ΠρωτοΙνδοΕυρωπαϊκό *leyp-, μία ρίζα που στα Ελληνικά δίνει τη λέξη "λίπος".

Στα Ελληνικά:
ζωή <; αρχαία ελληνική ζάω-ζῶ ή, κατ' άλλους, το ζάω είναι εφεύρεση των γραμματικών και το πρωταρχικό ρήμα ήταν ζήω.
Προσωπικά το βλέπω σαν δύο διαφορετικούς τύπους της ίδιας λέξης, πχ το ένα μπορεί να είναι Ιωνικό, και το άλλο Δωρικό. Ενισχύω την άποψή μου αυτή από το γεγονός ότι, είτε έτσι, είτε αλλιώς, και των δύο ο αρχικός τύπος είναι διάω και ἄω (αναπνέω).

ἄω < ίδια ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἀτμός, ἀήτης, ἂημι, ἀάω, ίσως ηχομιμητικό από τον ήχο της ανάσας

Free will and the self, *wel- (2), Ελεύθερος

The people who have English as 1st language often confuse "free" with "self", but if one transcends space and time, even with the key of language itself, she / he may find some unsuspected results.

You see the verb "free" only acquired the sense "to make free" rather late at it's evolution, as all cognate words within  the Germanic languages have the meaning of "to love" or "to court", and ultimately stems from the Proto-IndoEuropean root *priy-(a)- "dear, beloved". A similar word (from the same root) is "Friend".

Isn't that a whole new perspective?

In Greek I have seen many etynologies of Ελευθερος (Eleftheros) the Greek word for "free", but they basically end up with of the three for Elefth- and then the -eros either being merely an ending or the word "eros" (love). I like the second because it is ........ with the "love" etymology of "free".
a) ελεύθερος < αρχ. ἐλεύθερος < ΙΕ leudh- "ανυψώνω" (to elevate)
If these root is accepted "eleftheros" means "to grow", or "to love growth"
 b) ἐλεύθερος < *h₁lewdʰ-. Cognate to (Latin) liber, (Sanskrit) रोधति (rodhati) κ.ά. Similar to ἐλεύσομαι, future tense of ἔρχομαι (I am arriving)
If these root is accepted "eleftheros" means "to go about", or "to go about as one pleases"
c) ἐλεύθερος < *h₁lewdʰ- ‎(people). Cognates include Ancient Greek ἐλεύθερος ‎(eleútheros), Sanskrit रोधति ‎(rodhati), Dutch lieden, German Leute, Russian люди ‎(ljudi, “people”).
If these root is accepted "eleftheros" means "to belong to (be part of) the people", or "to love people"

Isn't this third sense absolutely wonderfull, "free" meaning to love others, not the self. 

Self is also not what we'd think, in PIE it is the pronoun of the third person, even if it is often reflexive, from root *s(w)e-, in Greek it gives hos "he, she, it;" It's reflexivity can be seen in other cognates like Latin suescere "to accustom, get accustomed," sodalis "companion;" Old Church Slavonic svoji "his, her, its," svojaku "relative, kinsman;"

So we see in older times the "self" had a strong sense of belonging.

Now as for will, before the etymology I want to point out that the phrase as it stands in Engllish "free will" is parallel with the second notion of Eleftheros I mentioned before, "to go (and do) as one pleases", so by itself it does strengthen (a little) the possibility of that meaning.

will (v.1) (from etymonline.com)
Old English *willan, wyllan "to wish, desire; be willing; be used to; be about to" (past tense wolde), from Proto-Germanic *willjan (source also of Old Saxon willian, Old Norse vilja, Old Frisian willa, Dutch willen, Old High German wellan, German wollen, Gothic wiljan "to will, wish, desire," Gothic waljan "to choose").

The Germanic words are from PIE root *wel- (2) "to wish, will" (source also of Sanskrit vrnoti "chooses, prefers," varyah "to be chosen, eligible, excellent," varanam "choosing;" Avestan verenav- "to wish, will, choose;" Greek elpis "hope;" Latin volo, velle "to wish, will, desire;" Old Church Slavonic voljo, voliti "to will," veljo, veleti "to command;" Lithuanian velyti "to wish, favor," pa-velmi "I will," viliuos "I hope;" Welsh gwell "better").

This is a second etymological root *wel- (2), different from the one we discussed in the previous post about hell < *wel- (1) ‎(“to turn, wind, round”). Cognate with Ancient Greek ἐλύω ‎(elúō, “to roll around”), εἰλύω ‎(eilúō, “to enfold”), εἴλω ‎(eílō, “to roll up, pack close”), ἑλίσσω ‎(helíssō, “to turn round, to roll”), ἕλιξ ‎(héliks), Old Armenian գելում ‎(gelum), Old English wielwan, wealwian ‎(“to roll”).

Friday, 17 February 2017

Revolution (*wel-), hell

Revolution from revolve from Middle English revolven ‎(“to change direction”), a borrowing from Old French revolver ‎(“to reflect upon”), from Latin revolvere, present active infinitive of revolvō ‎(“turn over, roll back, reflect upon”), from re- ‎(“back”) + volvō ‎(“roll”), from Proto-Indo-European *welw-, *wel- ‎(“to turn, wind, round”). Cognate with Ancient Greek ἐλύω ‎(elúō, “to roll around”), εἰλύω ‎(eilúō, “to enfold”), εἴλω ‎(eílō, “to roll up, pack close”), ἑλίσσω ‎(helíssō, “to turn round, to roll”), ἕλιξ ‎(héliks), Old Armenian գելում ‎(gelum), Old English wielwan, wealwian ‎(“to roll”).

Etymology of "hell" is uncertain to say the least. Linguists tie the word to PIE root *ḱel- ‎(“to cover, conceal, save”).

Cognate with Saterland Frisian Hälle ‎(“hell”), German Low German Hell ‎(“hell”), Dutch hel ‎(“hell”), German Hölle ‎(“hell”), Swedish helvete ‎(“hell”), Icelandic hel ‎(“the abode of the dead, death”). Also related to the Hel of Germanic mythology.

in Ancient Greek the PIE root *kel- gives καλύπτω ‎(kalúptō), Καλυψώ ‎(Kalupsṓ) and in Greek: καλύπτω ‎(kalýpto), κέλυφος ‎(kélyfos)

I propose that the tie with PIE *kel- (of hell) is replaced with *wel- (as above) and direct semiological connection being made with helix.

It makes sense phonetically too, allthough I can't in any way rule out the kel>sel>hel or kel>wel>hel change. Unfortunately for the intermediate steps to occur there must be sound reason to accept these. Since etymology of hell proves so ambiguous I propose the simplest connection which is with *wel-.

It's meaning of "turning over", "switch", and "move on" fit in better with the notion that was widespread accross Ancient Europe of life switching places and it's movement from the "upper world" to the "under world" than merely "covering one's body" which was not always the case. Many cultures burned their dead. In Greece each city state had it's own customs, other burning, while other burying their dead.

(Είδωλα των νεκρών) Charon in his ferry and souls of the deceased flying about (Photo Source: Great Greek Encyclopedia, Volume X., page 520)
In Xenophon (hellinica 1.3.15) we meet the name Ἕλιξος which is correctly translated as Helixus (the Megarian) into English.

In Sanskrit we encounter मण्डल (máṇḍala) which one of it's notions is the wheel of life, from birth to death, which further strengthens the turning notion. It is also of interest that the PIE root *wel- in Sanskrit gives उल्ब (ulba, "womb", membrane surrounding the embryo)

Thursday, 16 February 2017

Μπούλο

Μεγάλο μυστήριο η παραπάνω λέξη.

"Μπούλο" μπορεί να είναι μοντέρνα δωρική παραφθορά του "Πούλο" που λένε στη Νότιο Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση εξιστορούν για κάποιον πουλόπουλο που την έκανε για να γλιτώσει από τα χρέη του. Από την άλλη, κατά τον Μπαμπινιώτη, αναφέρεται στο πουλί, και κατ' επέκταση στο ανδρικό μόριο. Λέγοντας δηλαδή "πάρε τον πούλο" προτρέπουμε κάποιον να φύγει, αλλιώς θα βρεθεί αντιμέτωπος με πουλιά!

Από την άλλη στην Ήπειρο και την Μακεδονία έχουμε τις Μπούλες, ένα αποκριάτικο χορευτικό δρώμενο με έναν άντρα ντυμένο νύφη, την Μπούλα. "Μπούλα" πιθανόν να είναι Αλβανικό και σημαίνει κάλυμμα, πέπλο.

Το μπουλούκι τώρα είναι τούρκικο < boluk Ετυμολογία: [<τουρκ. boluk "συντροφιά, λόχος"]

Σαν επίθετο "Μπούλος" το βρήκα μόνο στο Σέρβου Γορτυνίας.
http://saouarcadian.blogspot.gr/2014/07/1872_19.html

Ο Χρυσόστομος Τσιρίδης σε δικό του μπλόγκ γράφει για τον Καμπανισμό συμφωνικών συμπλεγμάτων:
"Βέβαια μπορεί κάποιος να πει ότι και ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ δεν έλεγε «τον… Πούλο», αλλά «το…. ΜΠούλο» ή κάτι τέτοιο νομίζω….! (Καλά έκανε).."
http://www.chrisblog.gr/

Ίσως τελικά ο Μπούλος να είναι απλά καμπανισμός του Πούλου.

Wednesday, 15 February 2017

Απόλλων

Απόλλων.

Στη Θεσσαλική διάλεκτο (των Αιολικών) Ἄπλουν είναι η λέξη για την Αττική Ἀπόλλων.
Στα Δωρικά και Παμφυλικά είναι Ἀπέλο̄ν.

Στα Αιολικά ἀέλιος είναι η λέξη που στην Αττική είναι ἥλιος στα Κρητικά Αμπέλιος στα Λακωνικά Μπέλα και στα Παμφυλικά Μπαμπέλιος. Οι γλωσσολόγοι δίνουν μια κοινή καταγωγή για όλα αυτά σε μια πρωτο-Ελληνική ρίζα *hāwélios συγγενείς των ἀλέα: θερμότητα και εἵλη: ζεστασιά (από ΠΙΕ ρίζα *sawel)

Είναι μεταγενέστερη η σύνδεση του Απόλλων με τον ήλιο, στα ομηρικά χρόνια δεν υπήρχε. Ο Όμηρος τον περιγράφει με ασημένιες και όχι με χρυσές ακτίνες, και δεν έχει ηλιακά χαρακτηριστικά.

Από την άλλη το Λατινικό ρήμα appello (http://www.perseus.tufts.edu/hopper/morph?l=appello&la=la&can=appello0) (στα Αγγλικά δίνει το appeal) σχετίζεται με το Ελληνικό πάλλω και ψάλλω.

Tuesday, 14 February 2017

Mαύρο


Το μαύρο είναι από τις λέξεις που δεν έχουμε ετυμολογία, φτάνει μάλλον η ετυμολογική σκαπάνη μέχρι το αμαυρός. Από τα χρόνια ήδη του Πίνδαρου όμως (Liddell Scott) είναι σε χρήση το "Μαυρόω".
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη μέλαν για να χαρακτηρίσουν το μαύρο, που όμως δεν σήμαινε το εντελώς, αλλά το σχεδόν μαύρο. Σε αρχαιότερα ελληνικά και στα ομηρικά έπη έχουμε τα επίθετα Κελαινός, Δνοφερός, Ερεβώδης και Ερέβεννος για την απόδοση του σκότους, του μαύρου ή σκοτεινού χρώματος.

Πο-τηρ, Κρα-τηρ, Πα-τηρ, Μή-τηρ, Φρα-τηρ, Θυγα-τηρ

Πο-τηρ, Κρα-τηρ, Πα-τηρ, Μή-τηρ, Φρα-τηρ, Θυγα-τηρ

Το ποτήρι δοχείο που πίνουμε (πο-)
Κρατήρας δοχείο που αναμειγνύουμε (κρα- από το κεράννυμι - ανακατέυω) οίνο και ύδωρ.

Πα-τηρ, διαβάζω σε πολλά φόρα την έννοια "προστάτης", αντίθετα το πα- δίνεται ως ΙΕ ρίζα σαν κτητικό. Πιθανολογώ ότι Πατήρ είναι γιατί η οικογένεια είναι δικιά του, είναι δηλαδή πατριαρχική η δομή της. Στα Φρυγικά ο πατέρας είναι πατόρης. Η κατάληξη δηλαδή αλλάζει πολύ. Πάτρα στα δωρικά/μακεδονικά Πατρίς στην Ιωνική. Άρα Πατρίδα δεν είναι απλά η (πατρο) γονική μας πατρίδα, αλλά με την έννοια της κτητικότητας από το "πα-", τα μέρη τα "δικά μας".

Όλα τα οικογενειακά έχουν παρόμοια δομή.

Μήτηρ (Δωρικός τύπος μάτηρ / νομίζω παμφυλικά μάτερ αλλά δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω / φρυγικά και ινδο-ιρανικά μάταρ.) Παγκοσμίως όλες σχεδόν οι παγανιστικές λατρείες λάτρευαν την φύση ως μητέρα και ζωοδόχο. Αν -τηρ είναι το δοχείο, Μα/η- είναι η ζωή (παρετυμολογικά).
Ψάχνοντας την ετυμολογία, οι (ξένοι) ετυμολόγοι αποδίδουν την ρίζα στο ΠΙΕ -meh2, αλλά δεν το επαναφέρουν στην μητέρα, αντίθετα αυτή η ρίζα αποδίδει τα Λατινικά maturus και manus απ' όπου βγαίνουν τα Αγγλικά "mature" και "man" αλλά και "mania". Η δικιά μας μανία από την άλλη βγαίνει από το μανθάνω με τελική ΠΙΕ ρίζα το -men (σκέπτομαι), άρα η πρώτη πρίπτωση είναι λάθος και αρχίζω να γέρνω προς την παρετυμολογία που έφτιαξα.

Φρα-τήρ (Ιωνική Φρήτωρ / Φρυγικά Βράτερε / Ινδοιρανικά Βράταρ / Λυδικά Μπράφρ-σις)

Θυγα-τήρ, ομηρικά θύγατρα, μυκηναϊκά tu-ka-te, και σε Λουβική Ιερογλυφική tú-wa/tuwatar/ (προφορά τουάτρα). Στη Λυκική (Λυκία) είναι Κφάτρα 
Στο Wictionary δίνουν το νόημα, "the (potential) suckler, the one that draws milk"; compare Sanskrit दुहे ‎(duhé) / दुग्धे ‎(dugdhe)

Στο -τηρ τώρα σαν δεύτερο συνθετικό αποδίδεται η ιδιότητα, το αντικείμενο ή το πρόσωπο, που θα υποβοηθήσει την ενέργεια του πρώτου συνθετικού. Είναι επίσης καταλήξεις ουσιαστικών από ρήματα σε -τώ πχ Νίπτω>Νιπτήρ.

Προσθέτωντας διάφορα ρήματα παίρνουμε διάφορα νοήματα, παραθέτω από το wictionary:
δίδωμι ‎(dídōmi, “to give”) + ‎-τήρ ‎(-tḗr) → ‎δωτήρ, δοτήρ ‎(dōtḗr, dotḗr, “a giver”)
καθίημι ‎(kathíēmi, “to let down, descend”) + ‎-τήρ ‎(-tḗr) → ‎καθετήρ ‎(kathetḗr, “anything let down into”)
κλύζω ‎(klúzō, “to wash, cleanse”) + ‎-τήρ ‎(-tḗr) → ‎κλυστήρ ‎(klustḗr, “a clyster-pipe, syringe”)
ἵστημι ‎(hístēmi, “to stand”) + ‎-τήρ ‎(-tḗr) → ‎στατήρ ‎(statḗr, “a weight”)
χαράσσω ‎(kharássō, “to engrave”) + ‎-τήρ ‎(-tḗr) → ‎χαρακτήρ ‎(kharaktḗr, “an engraver”)

Το χαράσσω και το γράφω το είχα ψάξει παλαιότερα, επιφυλάσομαι για νεότερη ανάρτηση.

Μελαγχολία


(Από δημοσίευση φίλου μου σε κοινωνικό δύκτιο https://www.facebook.com/dimmikapa?fref=ufi)
Η μελαγχολία είναι αρρώστια για τους Δυτικούς, βίωμα όμως για τους Ανατολικούς.
(Δικό μου)

Εμείς όπως πάντα είμαστε είτε λίγο στη μέση, είτε λίγο στην απ' έξω.
(Επίσης δικό μου)

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
(Γιώργος Σεφέρης)

μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή

Μέλας
<
ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *melh₂
που στα Σανσκριτικά δίνει mala (βρωμιά)
στα Αγγλικά meal (γεύμα)
Στα Ελληνικά μύλη (ο μύλος που αλέθει), και μέλαν
στα Λατινικά molo (ο μόλος) που όμως οι Ιταλοί ετυμοογούν από το Ελληνικό μόγ-ος και μόχ-θος, συγγενικά του μαχ- (μάχω, μάχιμος) και μαγ- (μάγνητας, μάγας, μάκος, μέγας, magnum)
http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS5/molos.pdf

χολή < αρχαία ελληνική χολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰelh₃
που στα Αγγλικά δίνει gold, και  yellow,
στα Σλάβικα zolto (χρυσό),
και στα Ελληνικά, χολή, χλωρός, χλοερός και χλόη

Κατα την γνώμη μου η αίσθηση της χολής είναι πικρή, και οι αρχαίοι πρέπει με μελαγχολία να εννούσαν απογοήτευση, εκνευρισμό ή κάτι τέτοιο, και όχι τόσο της αίσθηση νόστου ή στεναχώριας το οποίο καταλαβαίνουμε σήμερα. 




Friday, 10 February 2017

Cherish etymology.

I often complain of how many, or most as it seems (if not all) English etymologists stop their research at either Old High German or Latin, neglecting possible Greek heritance. Here is an example:

cherish (v.)

early 14c., cherischen, from Old French cheriss-, present participle stem of chierir "to hold dear" (12c., Modern French chérir), from chier "dear," from Latin carus "dear, costly, beloved" (see whore). The Latin word also is the source of Italian, Spanish, Portuguese caro; Old Provençal, Catalan car. Related: Cherished; cherishing.
http://www.etymonline.com/index.php?term=cherish

All "English" etymologies I can find stop at Latin carus. I looked up the Italian etymology of "caro" and it seems it comes from Greek chairo (χαίρω)
http://www.etimo.it/?term=caro

In another I found it most probably passed to the Latin Language as carestia from acharistia - ingratitude, "contaminated" in meaning by the Latin caritas (Love).
https://unaparolaalgiorno.it/significato/C/caro

Monday, 6 February 2017

Αγγλικές λέξεις κρύβουν Γαλλικές φράσεις (και αρκετές με ελληνική ετυμολογία)

Vin < Latin vinum < Greek Fοίνος
Aigre < Latin acrem (nominative acer) "keen, sharp, pointed, piercing; acute, ardent, zealous" < Greek άκρη / άκρα
Couvre < Lat. op-erire
feu < Greek Πυρ
Dent < gr. < ὀδόντιον, υποκορ. του αρχ. ὀδούς
Lion < gr. Λέων
Porc < Lt. porkus
epine < Lt. spina < PIE *spe-ina-, από την ρίζα *spei- "sharp point" που δίνει και το Ελλ. Σπιλάς -άδος.
Nimes < Lt. Nemausus < Γαλλικό (γαέλικο, όχι φράγκικο) Namausos (Namausatis ο κάτοικός της)
Bon < Lt. bonus < Lt. bene < PIE *dw-ene-, σε μορφή επιθέτου της ρίζας *deu- 
Πολύ ενδιαφέρον είναι η σύνδεση αυτή με το deus που συγκενεύει με το Ζευς, με το Δίας και το Θεός.
< αρχ. < ιαπετ. ρίζα *Δjευς < μυκ. Diwe 
Από την ίδια ρίζα έχουμε και το δέομαι / δέηση και το δέον / δεοντολογία.
Έτσι με κάποιο τρόπο βλέπουμε πως η δεοντολογία, η ηθική (το καλό), είναι έννοιες που αν δεν πηγάζουν τουλάχιστον συνδέονται με την έννοια του Θείου.
Το Jupiter είναι σύνθετο από την ίδια ρίζα < PIE *dyeu-peter- (Ελλ. = Ζευς Πατήρ, Σανσκριτικά = Dyaus pitar)
Air < Ελλ. αήρ
Mort < lt. mori 
γλωσσολόγοι δίνουν συγγένεια με το βρωτός/τρωτός.
gage < Φράγκικο *wadja- < Πρωτο-γερμανικό *wadi- που σημαίνει δίνω ποσό (για γυναίκα), από το ίδιο βγαίνει και το αγγλικό wed / wedding.
(άντε ένα έμεινε : )
Venez, venir < lt. venire < Ελλ. βαίνω
aider < Lt. adiuvare, ad (προσθέτω) + iuvare (ζωντάνια, βοήθεια, συγγ. iuvenis = νεαρος), μετοχή iutus.
Εδώ οι γλωσσολόγοι χάνουν την σύνδεση με το Ελλ. ίαση.

Μαϊμού, Μeme

Αρχική - Ριζική: μαϊμού < αραβ. maymun Ετυμολογία: [<μσν. μαϊμού < αρχ. μιμώ]
maymun στα Αράβικα σημαίμει ευοίωνος.
Από το μιμώ βγαίνει ο μίμος και η μίμηση, το οποίο έδωσε στην αγγλική και το πολύ δημοφιλές πρόσφατα meme.
Μeme δεν σημαίνει "εξυπνάδα", "αναφορά" ή "παράθεση" αλλά "μίμηση" και δεν είναι ούτε κάποια μακρινή ορολογία ή ετυμολόγηση, αλλά απ' ευθείας δάνειο, που χρησιμοποίησε ο Richard Dawkins όταν δημιουργούσε την λέξη στα Αγγλικά και παραθέτω:
"The Greek word “mimeme” he (Dawkins) derives “meme” from comes from the Ancient Greek μίμημα (mīmēma), meaning “that which is imitated” / “something imitated” / “something copied”."
Υπάρχει ηθελημένη εξαίρεση (δικιά μου τοποθέτηση, αλλά κάτι που πιστεύω ακράδαντα) της Ελληνικής στους ετυμολόγους της Αγγλικής, σταματάνε την ετυμολόγηση οποιασδήποτε λέξης στην Γερμανική ή Λατινική, άσχετα αν αυτές ετυμολογούνται από την Ελληνική, εκτός και αν το δάνειο είναι απ' ευθείας από την Ελληνική και τα παραδείγματα είναι άπειρα, θα παραθέσω κάποια παρακάτω για όποιον ενδιαφέρεται, αλλά, το να κάνουν το ίδιο Έλληνες ετυμολόγοι, σταματώντας της ετυμολογία της λέξης μαΪμού στα Αράβικα, αποδεικνύει απλά πόσο μαϊμουδίτσες είμαστε.
Καλή μας τύχη.

06/02/2017

Ένα χρόνο και μισό μετά, μπορώ να πω ότι βλέπω το παραπάνω να συνεχίζει να ισχύει, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Σιγά σιγά ελπίζω να εκλείψει, και να υπάρχει σαν αναφορά πια μόνο σε "αρχαιότερους" ετυμολόγους.

Στο μεταξύ έγραψα ένα μικρό άρθρο για το Monkey στα Αγγλικά
Από το www.etymonline.com:
"Borrowed from Middle Dutch monnekijn, or Middle Low German Moneke, name of the son of Martin the Ape in "Reynard the Fox", a diminutive based off Old Spanish mona (“mona monkey”), shortening of mamona, variant of maimón, perhaps through Turkish maymun (“monkey”), from Arabic مَيْمُون‎ (maymūn, “baboon”)".
Υπάρχει ένα "perhaps" εκεί μέσα. Η άλλη ετυμολόγηση του maimón είναι από τα Ελληνικά μαϊμού και απ' ευθείας από το αρχαίο μιμώ.
Υπάρχει διχογνωμία στο θέμα με την πλάστιγκα να γέρνει υπέρ της πρώτης, στην Αράβικη καταγωγή δηλαδή. Όμως υπάρχει και τρίτη εκδοχή, το Αράβικο να κατάγεται από το μιμώ. Στα μάτια μου είναι το πιο πιθανό, δεν είμαι γνώστης της Αράβικης αλλά διάβασα ότι ο τρόπος που λειτουργεί η λέξη μέσα στα Αράβικα είναι τέτοιος που δείχνει ότι είναι ξένη λέξη. Maymun στα Αράβικα σημαίνει ευοίωνος, και η λέξη που οι άραβες χρησιμοποιούν για την μαϊμού είναι άλλη. Πιθανή καταγωγή είναι η Ελληνική ακόμη και με παρεμβολή άλλης γλώσσας.
26/07/2018

Κόρα και ψίχα

Κόρα < Σλαβικό kora (φλούδα, κρούστα), απ' όπου προέρχεται και το Αλβανικό kore
Ψίχα < Αρχαίο ψίξ από το οποίο βγαίνει και το "ψίχουλα" < ψίω
Μπουκιά < λατινικό bucca "Μπούκα"
Όσο για το ίδιο το ψωμί 
ψωμί < μτγν. ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ψωμός "κομμάτι ψωμιού" < ψω-, πβ. ψήω, ψῶ (τρίβω)
Από το ψήω βγαίνει το και το ψήχω, η ψήφος, το ψήφισμα, το ψηφίο, ο ψηφιακός, η ψηφίδα, η ψήκτρα και το ψήγμα, όπως και το ψωμί που είδαμε αλλά και το ψωμὸς (=το μικρό κομμάτι άρτου), ὁ ψωλὸς (=το πέος μετά την περιτομή που έχει γίνει λείο), ο ψιλός (= που σημαίνει γυμνός), τα ψιλά και τα ψιλικά.
Το ψήω είναι συγγενικό του ψάω που επίσης σημαίνει τρίβω.
Ἡ λέξη ἄμμος, στὰ ἀρχαῖα ἀρχικῶς ψάμμος, προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ψάω» = τρίβω/ τρίβω κάτι γιὰ νὰ τὸ κάνω λεῖο/ καθαρίζω/συντρίβω/κάνω σκόνη,
Όπως και το ψάχνω (< μσν. < ψάχω < ἔψαξα < ἔψαυσα, αόρ. του ψαύω), το ψάξιμο κι ο ψαγμένος.
Το μόνο που δεν βρήκα είναι πως λέγεται η κόρα στα αρχαία ή στα μεσαιωνικά Ελληνικά πριν υιοθετήσουμε την σλαβική λέξη.